Factory 02 / επιθεώρηση για τους μητροπολιτικούς ανταγωνισμούς

Το κοινωνικό εργοστάσιο βρίσκεται σε αποδιοργάνωση. Οι μηχανές σκουριάσαν ξαφνικά και οι διευθύνοντες προσπαθούν να καταλάβουν «τις πταίει». Ποια ασυνεννοησία υπήρξε, τι δεν έκαναν καλά και τέλος πάντων γιατί εκεί που όλα πήγαιναν ρολόι (;!), ξαφνικά ο καπιταλιστικός κόσμος βυθίστηκε σε μία τόσο βαθιά κρίση…

Ο καπιταλισμός όμως χρειάζεται, από τα γεννοφάσκια του, πάντα καινούρια πεδία επέκτασης. Χρειάζεται να κλωτσάει όλο και παραπέρα τις αντιφάσεις που ο ίδιος δημιουργεί και βρίσκει μπροστά του. Αναβολή. Αυτή είναι η λέξη. Όταν οι κοινωνικοί-ταξικοί αγώνες δεν αφήνουν το κεφάλαιο να υποτιμήσει άλλο την εργασιακή δύναμη και την αναπαραγωγή της, αυτό θα ποντάρει σε μία μελλοντική ένταση της εκμετάλλευσης. Έτσι από τη δεκαετία του ‘70 και μετά, προσπαθώντας να αναβάλει την κρίση, επεξεργάστηκε μία σειρά από στρατηγικές που περιλάμβαναν: τη μεταφορά παραγωγικών μονάδων στον Τρίτο Κόσμο (όπου υπολόγιζε σε ένα πιο πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό), τη στυγνή εκμετάλλευση του υποτιμημένου εργατικού δυναμικού των μεταναστών, την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων μέσω της ελαστικοποίησης της εργασίας, τη φυγή στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και το δανεισμό (μεταξύ καπιταλιστών αλλά και προς την εργατική τάξη), την αναζήτηση νέων πεδίων «απρόσκοπτης» κεφαλαιακής συσσώρευσης (οι τεχνολογίες της επικοινωνίας τη δεκαετία του 1990, η πράσινη ανάπτυξη σήμερα), την ισχυροποίηση και επέκταση των περιφράξεων στα μέσα διαβίωσης (στη στέγαση, στη διατροφή, στην υγεία, στη μετακίνηση, στη γνώση, στη σεξουαλικότητα), την ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας μέσω του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία και την εγκαθίδρυση του κράτους ασφάλειας ως μηχανισμού ελέγχου της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Η μελλοντική όμως πραγμάτωση της υπεραξίας δεν έγινε ποτέ. Οι εκμεταλλευόμενοι/ες συνεχίζουν να αντιδρούν στη μετατροπή τους σε εμπορεύματα, σχηματίζουν κοινότητες αγώνα και κοινότητες μοιράσματος, συλλογικοποιούν τις αρνήσεις τους σε ανοικτές κινηματικές διαδικασίες, επιβεβαιώνουν την αξιοπρέπεια τους με καθημερινές, μοριακές αποστασίες. Δεν παύουν να μπλοκάρουν με τη δραστηριότητά τους –έστω και αποσπασματικά– την υπαγωγή τους στο κεφάλαιο: διασχίζοντας σύνορα, φράχτες και ταυτότητες, αρνούμενοι να δουλέψουν περισσότερο, να πληρώσουν χρέη, να παραδώσουν τα μέσα διαβίωσής τους, να στριμωχτούν μέσα στις κυρίαρχες, κανονιστικές, φυσικοποιημένες αναπαραστάσεις των φύλων, να υποστούν τις συνέπειες της οικολογικής υποβάθμισης. Η εργατική ανυποταξία στο πεδίο της παραγωγής αλλά και η κοινωνική ανυποταξία στην αναπαραγωγή έχουν οδηγήσει τεράστια κεφάλαια στην ακινησία. Όμως το κεφάλαιο, σαν βρικόλακας, θα ζήσει μόνο ρουφώντας ζωντανή εργασία. Μπέρδεμα; Καλά το πάμε…

Είναι αυτό το μόνιμο μπέρδεμα που ταλανίζει τους καημένους δημοσιογραφίσκους και τους κάθε είδους απολογητές του καπιταλισμού και τους βάζει να τσακώνονται για το αν τελικά για την κρίση φταίει η κακοδιαχείριση, η αδιαφάνεια ή τα golden boys, αφήνοντας όμως εσκεμμένα έξω από την κουβέντα, το κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή γεννήθηκε: τους αγώνες που αποδιοργάνωσαν την ομαλή λειτουργία του συστήματος. Είναι αυτή η θρησκευτικού τύπου μυστικοποίηση της οικονομίας που, ως πέπλο πίσω από το οποίο δεν μπορούμε δήθεν να δούμε, μας παρουσιάζει την (μόνιμη για εμάς) κρίση σαν καιρικό φαινόμενο.

Όμως μέσα από αυτό το πολύπλευρο και παγκόσμιο καιρικό φαινόμενο, δε θέλουμε όλοι να βγούμε με τον ίδιο τρόπο. Η υποτίμηση των ζωών μας είναι γεγονός. Για την Ελλάδα του 2011, η εκτόξευση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα, οι περικοπές μισθών και συντάξεων, τα υπερελαστικά, «σπαστά» ωράρια και οι αυξήσεις των τιμών είναι πλέον πραγματικότητα. Τα αφεντικά, όμως, έχουν έτοιμη τη λύση: ψυχραιμία και εθνική ενότητα είναι η ιδεολογική πλατφόρμα που πρέπει να ακολουθήσουμε, λένε. Πρέπει να ξεχάσουμε τις διαφορές μας και να συμπλεύσουμε για το κοινό –εθνικό πάντα– συμφέρον.

Απλά κάποιοι επιμένουμε να μην καταλαβαίνουμε ποιο είναι αυτό το «κοινό» που έχουμε με τα αφεντικά. Κάποιοι που δεν τους χρωστάμε τίποτα. Κάποιες που κινούμαστε ενάντια στον εθνικό κορμό που αναστηλώνουν για την έξοδό τους από την κρίση. Κάποιοι που, κόντρα στους εθνικούς διαχωρισμούς, στεκόμαστε αλληλέγγυοι στους μετανάστες και τις μετανάστριες με τις οποίες μοιραζόμαστε το κοινό βίωμα της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας.

Και όλα αυτά τη στιγμή που οι μετανάστες εργάτες –πάνω στα σώματα των οποίων τα ελληνικά αφεντικά έχτισαν μεγάλο μέρος της κερδοφορίας τους τα τελευταία είκοσι χρόνια– γίνονται ξανά αποδιοπομπαίοι τράγοι και κατασκευάζονται ως εχθροί. Που ο βίαιος έλεγχος της μετανάστευσης εντείνεται και οι ιδεολογίες της πολυπολιτισμικότητας ξερνιούνται μαζί με κάθε πρόσχημα, καθώς η μεταναστευτική κινητικότητα προσκρούει στην πραγματικότητα της κρίσης. Που η αυξανόμενη θωράκιση των συνόρων, οι φράχτες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης συναντιούνται με το διάχυτο ρατσισμό ακριβώς εκεί: στην ακόμη πιο ακραία υποτίμηση και πειθάρχηση της μεταναστευτικής εργασίας και μαζί όλης της ζωντανής εργασίας.

Όμως, όσο και να φράσσονται από τα έθνη-κράτη οι αρτηρίες διόδου των μεταναστευτικών ροών, οι μετανάστες θα συνεχίσουν να αμφισβητούν έμπρακτα τον έλεγχο και να αρνούνται την εκμετάλλευσή τους. Θα συνεχίσουν να τους δημιουργούν πρόβλημα και να χαλούν τις στατιστικές τους. Θα συνεχίσουν να είναι μέρος του πλέγματος των συγκρούσεων και των ανταγωνισμών, όπως έδειξαν με την πανελλαδική απεργία πείνας των τριακοσίων μεταναστών εργατών, για τη νομιμοποίησή τους και τη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών. Έναν αγώνα τον οποίο οι ίδιοι οι μετανάστες οργάνωσαν, μέσα στον οποίο έδρασαν πολιτικά, μίλησαν για τους εαυτούς τους και απόδειξαν ότι δε χρειάζονται καμία συμπόνια, αλλά συντρόφους και συντρόφισσες, που δε θα μιλούν για αυτούς, αλλά θα μιλούν ισότιμα με αυτούς. Έναν αγώνα απέναντι στον οποίο το ελληνικό κράτος δεν μπόρεσε να μη κάνει πίσω.

Εκτός από την οπισθοχώρηση του κρατικού μηχανισμού, ο αγώνας αυτός υπήρξε πολύτιμος για περισσότερους λόγους: άφησε εμπειρία, δημιούργησε σχέσεις, ανίχνευσε τις δυνατότητες συνάντησής μας (μεταναστών και ντόπιων) στο έδαφος της κοινής μας εκμετάλλευσης. Ανέδειξε, παράλληλα, τα όρια ορισμένων λογικών και πρακτικών. Προσπέρασε μία θεσμική αριστερά που, σε κρίση ταυτότητας, μιλούσε για αποπροσανατολισμό της εργατικής τάξης εν μέσω κρίσης, αλλά –εν πάση περιπτώσει– και για το δίκιο του αγώνα των μεταναστών. Κόντρα σε κάθε καθοδήγηση του αγώνα τους, οι μετανάστες πήραν τις ζωές τους στα χέρια τους και μας ήθελαν εκεί. Ως κομμάτι των εκμεταλλευόμενων/κυριαρχούμενων, δε θα μπορούσαμε παρά να σταθούμε αλληλέγγυοι.

Και αυτό γιατί δεν μπορούμε να φαντασιωνόμαστε αγώνες με προκαθορισμένους -και πολλές φορές απόντες- πρωταγωνιστές. Γιατί δε χωράμε σε μία πολιτική λογική που προϋποθέτει έτοιμα επαναστατικά σχέδια και λύσεις. Πώς άλλωστε αυτή η λογική θα μπορούσε να κατανοήσει τόσους αγώνες στο πεδίο της αναπαραγωγής; Πώς θα μπορούσε να δει τους αγώνες των ομοφυλοφίλων και το φεμινισμό ως κάτι πέρα από «διάσπαση της τάξης»; Ως ολοκλήρωση μίας αντιεξουσιαστικής λογικής; Πώς θα μπορούσε να αναγνωρίσει πίσω από το πογκρόμ στη gay/lesbian κοινότητά του Βελιγραδίου το έθνος και το θεσμό της ετεροκανονικής, πυρηνικής οικογένειας και να κάνει συνδέσεις; Πως θα μπορούσε να αντιληφθεί την ενεργειακή κρίση ως επίδικο ζήτημα του κοινωνικού ανταγωνισμού και όχι ως απλό πρόβλημα διαχείρισης πόρων;

Κάτι κινείται λοιπόν. Και είναι ακριβώς πάνω σε αυτή την κίνηση που πρέπει να ποντάρουμε. Σε κάθε έκφραση της ατομικής και κοινωνικής μας χειραφέτησης. Από τις γενικές απεργίες, τις κοινωνικές συγκρούσεις και τον αραβικό κόσμο που εξεγείρεται, με τόσες εξεγέρσεις να είναι στα πρόθυρα του να ρίξουν καθεστώτα. Από την Κερατέα και τα νικηφόρα της οδοφράγματα, τους αγώνες ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική, μέχρι την έμπρακτη αμφισβήτηση της πληρωμής των λογαριασμών της ΔΕΗ, των εισιτηρίων σε νοσοκομεία και μέσα μεταφοράς. Η παγκοσμιότητα του φαινομένου δείχνει από μόνη της ένα δρόμο. Αυτόν που περνά μέσα από την κοινότητα των αγώνων και την κυκλοφορία τους, χωρίς αυθεντίες, επαναστατικές συνταγές και πρωτοπορίες. Μόνο μέσα στους αγώνες και την επικοινωνία τους θα βρούμε το βήμα μας. Θα προχωρήσουμε και θα κοντοσταθούμε, θα κάνουμε λάθη, θα μάθουμε από αυτά και θα οργανώσουμε την επίθεση στο γυάλινο κόσμο τους.

Ούτε ψάχνουμε, ούτε διαδίδουμε αλήθειες. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του ανά χείρας εντύπου. Η θεωρία για εμάς δεν είναι εξωτερική προς τις κινηματικές διαδικασίες. Αντλεί από αυτές και επιθυμεί να τις πάει παραπέρα. Ευελπιστεί να τις οπλίσει με εργαλεία ερμηνείας του υπάρχοντος, να τις κάνει πιο ανταγωνιστικές. Πρόκειται για την προσπάθεια εύρεσης μίας κοινής γλώσσας, αυτής των καταπιεσμένων. Για να βρούμε στο εδώ και στο τώρα εικόνες από το μέλλον που θέλουμε να χτίσουμε. Ένα μέλλον χωρίς εξουσίες και ετερονομίες.

Το σύνολο των κειμένων που ακολουθούν, είναι προϊόν της συλλογικότητας Φάμπρικα Υφανέτ και των ομάδων που στεγάζονται στην κατάληψη, δηλαδή του Μωβ Καφενείου και του Cafe La Rage. Η σύνθεση των αναλύσεων και η επικοινωνία των σκεπτικών μεταξύ μας δεν είναι ούτε αυτόματη, ούτε αυτονόητη. Πρόκειται για μια απαιτητική και πάντοτε ανοικτή διαδικασία που περιλαμβάνει αντιπαραθέσεις αλλά και συμφωνίες και που, παρόλες τις ανεπάρκειες και τους περιορισμούς μας, εξακολουθεί να απολαμβάνει μια κεντρικότητα στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το εγχείρημα, τόσο στην «εσωτερική» του λειτουργία όσο και προς τα έξω. Άλλωστε, η κυκλοφορία των αγώνων και των περιεχομένων τους παραμένει για μας ένα διαρκές ζητούμενο.

pdf: Factory 02

blog: τεύχος 02 | Factory

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *