7ο Φεστιβάλ πολιτικού ντοκιμαντέρ | Εισηγησή από την προβολής “ο λόγος των τρελών”

η ταινία στο ιντερνετ + το μπροσουράκι της καταληψης Παπουτσάδικου

η εισηγηση μας σε μορφή pdf: εισήγηση_λόγος των τρελών

ακολουθεί η εισήγηση μας για ιντερνετική ανάγνωση (προσοχή! χωρίς τις υποσημειώσεις)

Λίγα λόγια για το ντοκιμαντέρ:

Ο «Λόγος των τρελών» δημιουργήθηκε από την πολιτική συνέλευση της κατάληψης Παπουτσάδικο. Σκοπός του δεν είναι να μιλήσει για τους «τρελούς», αλλά να αφήσει τους ίδιους και τις ίδιες να αφηγηθούν όσα τους απασχολούν και τις αφορούν. Το ντοκιμαντέρ χωρίζεται σε τρία μέρη, τα οποία, χρησιμοποιώντας ως μέσο τα λόγια των ίδιων των χρηστών υπηρεσιών ψυχικής υγείας εξετάζουν τις αντιλήψεις που επικρατούν όσον αφορά τις ψυχικές «ασθένειες», εκθέτουν την επιστήμη και την συνεργασία της με την εξουσία, και επαναπροσδιορίζουν το πως οφείλει να αντιμετωπίζεται η «τρέλα» και η «θεραπεία» της.

«αυτή η πραγματικότητα τρελαίνει τους ανθρώπους»

Στον «Λόγο των τρελών» και κυρίως στο πρώτο μέρος του, υπογραμμίζεται η ιδιότητα της τρέλας ως αποτέλεσμα της κοινωνικής πραγματικότητας. Ότι, δηλαδή, ως «τρελοί» χαρακτηρίζονται όσοι και όσες δεν αντέχουν τη συνεχή υποτίμηση των ζωών τους, όσοι και όσες νιώθουν ότι παγιδεύονται στις αδιέξοδες κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες βρίσκουν τους εαυτούς τους, που φθείρονται από τις προσδοκίες της οικογένειας, των φίλων ή των γνωστών τους για εργασία και κοινωνική ανέλιξη. Οι «τρελοί» λοιπόν, περιθωριοποιούνται από την κοινωνία, μαζί με τις συνειδητές ή ασυνείδητες αρνήσεις τους, ώστε να αναδειχθεί η υγεία και η καθαρότητά της.

«η λέξη “τρελός” είναι πολιτική πράξη»

Στη συνέχεια, αναδεικνύεται συνοπτικά το πως η διάγνωση ατόμων ως “ψυχασθενών” διαφοροποιείται ανάλογα με την πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική συγκυρία (πχ. μεταπολεμικές περίοδοι, περίοδοι αναδιάρθρωσης κλπ). Ακολούθως, το ντοκιμαντέρ ασχολείται με την ψυχιατρική/ψυχαναλυτική αυθεντία και το πως η σχέση ψυχιάτρου και ασθενή είναι σχέση εξουσιαστική. Αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι η διάγνωση στην οποία ο πρώτος καταλήγει, μετατρέπει τον ασθενή σε ένα (ψυχιατρικό) υποκείμενο το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται εξ ολοκλήρου από τα συμπτώματά του. Ένα υποκείμενο, δηλαδή, χωρίς προσωπικές εμπειρίες, βιώματα, ακόμα και χωρίς άποψη ή λόγο. Ο χαρακτηρισμός «ψυχασθενής» καθίσταται άλλος ένας τρόπος υποτίμησης της ζωής και περιθωριοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Έτσι, η μοναδική διέξοδος που προσφέρεται, πέραν της ιδρυματοποίησης, περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην φαρμακευτική αγωγή, χωρίς εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας ή υποστήριξης. Αυτή η (υπερ)χορήγηση φαρμάκων, πολύ συχνά οδηγεί στην πλήρη αδρανοποίηση των ασθενών, καθιστώντας τους μη λειτουργικούς. Εν ολίγοις, η κυρίαρχη ψυχιατρική προτάσσει, αντί της πρόληψης ή της θεραπείας, τον εγκλεισμό, την καθήλωση και τη νάρκωση. Στον «Λόγο των τρελών» γίνεται επίσης ιδιαίτερη αναφορά στην πολιτική υπόσταση της χρήσης από ψυχιάτρους και «ειδικούς» της λέξης «τρελός». Χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα τα Δικαστικά Ψυχιατρικά Νοσοκομεία, όπου άνθρωποι φυλακίζονται, με τον χαρακτηρισμό «τρελοί», εκτίοντας ποινές για πράξεις νομικά ασήμαντες, που πραγματοποιούνται λόγω εσωτερικής απελπισίας (π.χ. μικροκλοπές), αφού ο δικαστής τους έκρινε «κοινωνικά επικίνδυνους». Οι έγκλειστοι σε Δ.Ψ.Ν. στερούνται της νομικής υπεράσπισης του εαυτού τους ως «ανίκανοι για καταλογισμό» και καταλήγουν σε λευκά κελιά, συνήθως χωρίς κάποια προκαθορισμένη ημερομηνία αποφυλάκισης, καθώς το παραμικρό παράπτωμα ή δείγμα αποκλίνουσας συμπεριφοράς αρκεί για να παραταθεί η κράτησή τους για άλλους 6 μήνες.

«Η σιωπή σου, σαν βρίσκεσαι δίπλα μου, αξίζει όσο χίλιες λέξεις»

Τέλος, στο τρίτο μέρος, καταδεικνύεται πως η αδιαφορία μεγάλου μέρους της κοινωνίας προς τους χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας που βρίσκονται σε ψυχιατρικά άσυλα, αυξάνει την ψυχιατρική βαρβαρότητα, νομιμοποιώντας την, όσο αυτή επιτυγχάνει να κρύβει τους «αρρώστους» κάτω από το χαλί. Αυτή η νομιμοποίηση των πρακτικών της κυρίαρχης ψυχιατρικής, ανοίγει τον δρόμο στην αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας ως μια ασυνείδητη άρνηση της εργασίας, και στην προσπάθεια επανένταξης των ασθενών όχι στην κοινωνία, αλλά στην παραγωγική διαδικασία.
Κλείνοντας, ο «Λόγος των τρελών» εντοπίζει τόσο τα αίτια της «τρέλας», όσο και την θεραπεία της στις κοινωνικές σχέσεις των «ασθενών» με το άμεσο περιβάλλον τους.

«Πρέπει να γίνει κοινωνική γνώση ότι μεγάλα προβλήματα στην κατάσταση των ψυχικά πασχόντων δεν προκαλούνται μόνο απ’ τη νόσο αυτή καθ’ εαυτή, αλλά ακόμα εντονότερα απ’ την διαδρομή του πάσχοντα, σαν πάσχοντα, μέσα στην κοινωνία. Μέσα στις κοινωνικές σχέσεις.»

«Είδαμε ότι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς την ψυχιατρική.» Η αυτοβοήθεια και οι ειλικρινείς σχέσεις μεταξύ των ασθενών, εντός ή εκτός των ψυχιατρικών ιδρυμάτων, αλλά και με τους «υγιείς» αναφέρονται ως εναλλακτικής μορφής θεραπεία. Δηλαδή, σχέσεις που αντιμετωπίζουν τους ασθενείς όχι ως άτομα με ειδική συνθήκη ύπαρξης -την ασθένειά τους- αλλά ως ισότιμα μέλη του συνόλου.

Τρέλα και ψυχιατρική

Στο κείμενο που γράψαμε δεν μιλάμε σαν ειδικοί, δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει τρέλα (κι αν υπάρχει σε ποιο βαθμό αυτή αποτελεί πρόβλημα, απειλή ή ασθένεια) και δεν είναι και αυτό το ζητούμενο. Δεν αμφισβητούμε την ‘ύπαρξη’ ή την ‘πραγματικότητα’ διαφορών στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Το πρόβλημα που μαστίζει την ψυχιατρική και την κοινωνία είναι τα συνακόλουθα αυτών των διαφορών. Ας τα δούμε όμως, με μια σειρά.

Με την εμφάνιση της σύγχρονης επιστήμης, η αντίληψη της φύσης σαν μηχανή που λειτουργεί αρμονικά και νομοτελειακά, εισήγαγε μια άλλη αντίληψη για τον άνθρωπο. Ενώ ο πρωτόγονος άνθρωπος προσωποποιεί τα πράγματα, ο σύγχρονος πραγμοποιεί τα πρόσωπα. Αυτός είναι ο μηχανομορφισμός∙ όταν δηλαδή το άτομο προσπαθεί να κατανοήσει τον συνάνθρωπό του σα να ήταν μηχανή. Έτσι, ο ερευνητής του ανθρώπου πρέπει να πάρει αυτή τη μηχανή και να μελετήσει την κατασκευή και τη λειτουργία της, ώστε να μπορεί να προβλέπει και να ελέγχει τη συμπεριφορά της, όπως θα έκανε και με οποιαδήποτε άλλη μηχανή. Για να γίνει η δουλειά του πιο εύκολη, προτάσσει την ταξινόμηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η οποία σημαίνει κατηγοριοποίηση και κατ’ επέκταση ένταξη -ή απόκλιση από- στα υφιστάμενα πρότυπα.Μέσα από αυτή την κατηγοριοποίηση, ορίζεται η προσωπική ταυτότητα ενός ατόμου, η οποία ακολουθεί τον ασθενή μια ζωή και συχνά, γίνεται το κελί μιας φυλακής μες την οποία κλείνει ο ένας άνθρωπος τον άλλον. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι που καθιστά όμοιες τις επιστήμες εν γένει: τη φυσική και τη χημεία με την ψυχιατρική για παράδειγμα∙καθώς οι μεν προσπαθούν να υποτάξουν τον κόσμο χρησιμοποιώντας ως μέσα τον ακριβή ορισμό και τη σωστή επιστημονική στρατηγική, η δε στην ουσία αποσκοπεί στην κατηγοριοποίηση των ατόμων, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της ταξινόμησης των χαρακτηριστικών τους, για την καλύτερη επικοινωνία μεταξύ των γιατρών. Εν τέλει, η επιστήμη ως αυτό που είναι, αποβλέπει στο να εξουσιάσει στα αντικείμενα (ή υποκείμενα αντίστοιχα) που επιθυμεί να καταλάβει, καταλήγοντας να τα κατηγοριοποιεί και υποκατηγοριοποιεί, με αποτέλεσμα (στις επιστήμες του ανθρώπου) η πολυπλοκότητα μιας προσωπικότητας να αποδομείται.

Ο εγκλεισμός λοιπόν, ενός ανθρώπου, σε μια κατηγορία, ή η διάγνωση πως είναι αυτό ή εκείνο το είδος ανθρώπου, αντιμετωπίζεται σαν στοιχειώδης στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, αφού η κατηγοριοποίηση αυτή γίνεται ακούσια. Επιπλέον, η διαχείριση που ακολουθεί την όποια διάγνωση, σε κάθε βαθμό επηρεάζεται τόσο από την τάξη του καθενός όσο και από τις ευρύτερες συνθήκες διαβίωσής του. Για παράδειγμα, το ίδιο πρόβλημα που μπορεί να στείλει την τάδε πλούσια κυρία στα Φίτζι για χαλάρωση για διακοπές, θα στείλει κάποια φτωχή, ίσως, στο κρατικό ψυχιατρείο.

Εκτός του εγκλεισμού ενός ανθρώπου σε μια κατηγορία, υπάρχει και ο κυριολεκτικός εγκλεισμός σε κάποιο ψυχιατρείο, ο οποίος και ακολουθεί σε περιπτώσεις τη διάγνωση. Στην κοινωνία μας υπάρχουν δύο ετικέτες που μπορεί να φορεθούν στους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους∙ το έγκλημα και η ψυχοπάθεια. Οι δύο αυτές κατηγορίες δεν είναι σαν εκείνες στις οποίες αν θέλει να ανήκει κανείς πρέπει να το ζητήσει, ή αν δεν θέλει, μπορεί να το αρνηθεί. Μάλιστα, αυτοί που πάσχουν από κάποια ψυχική ασθένεια, συχνά φτάνουν να είναι σε χειρότερη θέση από τους παραβάτες του νόμου, γιατί όχι μόνο δεν γνωρίζουν αλλά και δεν παραδέχονται το «πρόβλημά» τους. Ο γιατρός και η οικογένεια αποφασίζουν γι’ αυτούς (σε κάποιες περιπτώσεις και ο αστυνομικός και ο δικαστής) κι έτσι, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ούτε κάποιο δικαίωμα στη θεραπεία τους.
Το άσυλο προϋπήρχε, όχι μόνο της ψυχιατρικής αλλά και του κρατικού υγειονομικού συστήματος. Αν και υιοθετήθηκε από το σύγχρονο κράτος ως ψυχιατρική δομή, δεν απώλεσε τα χαρακτηριστικά του ασύλου. Και αυτό γιατί η ψυχιατρική, αφενός ανέλαβε τον ρόλο του να κατατάσσει στη σφαίρα της ψυχικής ασθένειας τις «παρεκκλίσεις» που διαχρονικά εγκλείονταν σ’ αυτό, αφετέρου επισφράγισε τη φυλακτικού-και όχι απαραίτητα θεραπευτικού- τύπου λειτουργία του ασύλου. Χαρακτηριστικά, ο νόμος περί συστάσεως φρενοκομείων του 1862, στα κριτήρια για την έξοδο κάποιου από το άσυλο, εκτός από την «ίαση», συμπεριλάμβανε την «απουσία επικινδυνότητας» και την «κοινωνική βιωσιμότητα». Έτσι τα υποκείμενα του ασύλου, διαχρονικά είχαν συγκεκριμένα ταξικά, έμφυλα, φυλετικά και ηλικιακά πρόσημα. Οι άποροι, οι περιφερόμενοι, οι πολιτικά αντιφρονούντες, οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι, οι τοξικομανείς, οι άνεργοι κ.α. κατηγοριοποιημένοι ως ψυχασθενείς, οδηγούνταν υποχρεωτικά από τις αρχές σε εγκλεισμό σε άσυλα, μοναστήρια, ποινικές φυλακές και αστυνομικά τμήματα. Μέχρι πρόσφατα κλείνονταν στα ψυχιατρεία και άτομα με «διανοητικά προβλήματα» αφού θεωρούνταν ντροπή∙ μια ντροπή που πρέπει να καταχωνιαστεί και που κανείς δεν θα αναζητήσει.

Επίσης, άλλα άτομα που βλέπουμε σήμερα στα ψυχιατρεία είναι αυτά που η ίδια τους η οικογένεια παρέπεμψε είτε γιατί δεν ήταν υπάκουοι στον βαθμό που τους ήθελαν είτε για οικονομικούς λόγους (κληρονομιές, συντάξεις). Μια τρίτη κατηγορία που συναντάμε εκεί, είναι όλοι οι εν δυνάμει εγκληματίες. Άτομα των οποίων το «άρρωστο» μυαλό μπορεί να πράξει τα χειρότερα εγκλήματα αλλά και αντίστροφα, τα πιο φοβερά εγκλήματα αποδίδονται σε άτομα με «άρρωστο» μυαλό. Όπως και να ‘χει, όποιοι κι αν νοσηλεύονται σήμερα σε ψυχιατρεία, η αλήθεια είναι ότι η κοινωνία κρατάει μια στάση σε σχέση με τη μη ύπαρξη κοινωνικών αιτιών για τις αποκλίνουσες συμπεριφορές, επιφυλακτική σε όλα αυτά τα άτομα.Γι’ αυτό τον λόγο, ο «τρελός» απομονώνεται, κλείνεται στον εαυτό του με τις ανασφάλειες και τ’ αδιέξοδά του, ετικετάρεται και υφίσταται τον κοινωνικό ρατσισμό.
Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στην ιστορική παρουσίαση των ασύλων στην Ελλάδα και τη διαδικασία αποασυλοποίησης που ακολούθησε από το ’90 και μετά.

Ιστορική αναδρομή για τα ψυχιατρικά άσυλα στην Ελλάδα

Όπως προαναφέρθηκε, με τον ευρύτερο μετασχηματισμό των κοινωνιών, τη θεοκρατική αντίληψη που υπήρχε για την τρέλα ήρθε να αντικαταστήσει η επιστήμη και κατ’ επέκταση τα ψυχιατρεία. Όσο στην Ελλάδα η κοινωνία οργανωνόταν κυρίως αγροτικά, κυριαρχούσε ο θεσμός της οικογένειας και της κοινότητας και υπήρχαν διάφοροι τρόποι διαχείρισης της τρέλας. Με την εκβιομηχάνιση της παραγωγής και τη συσσώρευση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα καθώς και τη χαλάρωση των κοινωνικών δεσμών που ακολούθησαν, ξεκίνησαν να δημιουργούνται χώροι εγκλεισμού. Οι ιδιωτικές κλινικές εντάθηκαν μετά τον Α’Π.Π. και κατά τον μεσοπόλεμο, παρουσιάστηκε το αίτημα ψυχιάτρων-γιατρών-πολιτικών για διαχωρισμό των αρρώστων από τους αλήτες, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί η επιστημονική αναγκαιότητα του ψυχιατρείου.

Το πρώτο ψυχιατρικό ίδρυμα στην Ελλάδα ιδρύεται το 1838 στην Κέρκυρα από τους Άγγλους. Το 1862 θεσμοθετείται ο πρώτος νόμος στην Ελλάδα σε σχέση με την ψυχική ασθένεια (o οποίος στην πράξη δεν εφαρμόζεται καθώς μέχρι τον Β’Π.Π. οι ψυχασθενείς φυλακίζονται από την αστυνομία, ενώ οι ιδιωτικές κλινικές δεν υπάγονται σε αυτόν). Το 1973 επί χούντας εισάγεται νέος νόμος ο οποίος επιτρέπει τον εγκλεισμό των ψυχασθενών σε ψυχιατρικό ίδρυμα χωρίς ιατρική γνωμάτευση, μετά από παραπομπή ενός εξέχοντος προσώπου της τοπικής κοινωνίας – η οικογένεια παίρνει ρόλο συνδιαχειριστή της τρέλας και έτσι ο ασθενής βρίσκεται σε κατάσταση κηδεμονίας, κάτι που σημαίνει την αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ο νόμος αναθεωρείται το 1992 όπου τότε επιτρέπεται στον ασθενή να παρευρεθεί σε δικαστήριο ώστε να ενημερωθεί για τα δικαιώματά του εφόσον το επιθυμεί. Μετά το 1992 η μεγαλύτερη ‘μεταρρύθμιση’ η οποία επιτρέπει τον ψυχιατρικό εγκλεισμό των ασθενών, είναι η ανάγκη απόδειξης της ψυχικής διαταραχής από 2 ψυχιατρικές γνωματεύσεις και ο ορισμός των κριτηρίων για το ποιος θεωρείται επικίνδυνος και ποιος όχι.
Το 1864 ιδρύεται το Δρομοκαΐτειο και το 1905 το Αιγηνήτειο νοσοκομείο το οποίο στη συνέχεια μετατρέπεται σε νευρολογική-ψυχιατρική κλινική. Το 1912 η εκκλησία αναλαμβάνει τη δημιουργία του ασύλου της Αγίας Ελεούσας, στην περιοχή της Καλλιθέας (κάτι μεταξύ ιδρύματος και φυλακής) και μετά τη συμφόρησή του ιδρύεται το Δαφνί το 1920. Κατά τον μεσοπόλεμο, τα άσυλα της εποχής (Δρομοκαΐτειο, Δαφνί, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης) γέμιζαν ασφυκτικά και οι πιο πολλοί τρόφιμοι διαγιγνώσκονταν με «σχιζοφρένεια». Εκείνη την περίοδο άνοιξε και το πανεπιστημιακό ψυχιατρείο στη Θεσσαλονίκη όπως επίσης και το δημόσιο στα Χανιά το 1930 [αυτό και της Λέρου λειτούργησαν για την αποσυμφόρηση του Δαφνιού]. Μέχρι το 1971 άνοιξαν κι άλλα: Τρίπολη, Πέτρα Ολύμπου, Θεσσαλονίκη. Το 1981 στην Αλεξανδρούπολη, το 1983 στα Γιάννενα και το 1987 στην Πάτρα.
Το 1960 το ψυχιατρείο Δαφνιού γέμισε ασφυκτικά με αποτέλεσμα να στείλει τους τροφίμους του στο νησί του Αγίου Γεωργίου (κοντά στη Σαλαμίνα) και αφού και το παραπάνω γέμισε, αξιοποιήθηκε το νησί της Λέρου.

Αποασυλοποίηση

Στην Ελλάδα, όταν τέθηκε ζήτημα ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, στήθηκε πλάνο αποασυλοποίησης – δηλαδή σταδιακής δημιουργίας όλων των απαιτούμενων δομών έτσι ώστε να κλείσουν τα ψυχιατρεία. Έτσι, η επίσημη ψυχιατρική μεταρρύθμιση ξεκίνησε το 1982 με την ευρύτερη αναδιοργάνωση του εθνικού συστήματος υγείας. Το πλάνο προέβλεπε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση μέχρι το 1999 και από το 1999 και έπειτα, η αναλογία θα γινόταν 75% από την ευρωπαϊκή ένωση και 25% από ελληνικές πηγές. Κυρίως μέσω της ιδιωτικοποίησης της ψυχικής υγείας, ξεκίνησε να οργανώνεται καλύτερα η οικονομική διαχείριση της ψυχιατρικής και η παραγωγικότητα του θεωρούμενου ασθενή.

Το 1984 η ΕΟΚ χρηματοδότησε κατά 55% τον συγχρονισμό της Ελλάδας με το ευρωπαϊκό ψυχιατρικό μοντέλο και ΜΚΟ ανέλαβαν τη δημιουργία των προβλεπόμενων απαραίτητων δομών για τη διαδικασία αποασυλοποίησης: (1) κέντρα ψυχικής υγείας, (2) κέντρα ημέρας(όπου υπάρχει συστηματική παρακολούθηση, ψυχοθεραπεία, υποστήριξη προς την κοινωνική επανένταξη μέσω δημιουργικής απασχόλησης -η οποία συμβαίνει εντός της κοινότητας), (3) προστατευόμενοι χώροι (οι οποίοι ποικίλουν ανάλογα με το επίπεδο λειτουργικότητας των πασχόντων) (α) προστατευόμενα διαμερίσματα σε κανονικές πολυκατοικίες στις πόλεις, που συγκατοικούν 2-6 πάσχοντες με υποστήριξη εκπαιδευμένου νοσηλευτή, (β) ξενώνες, (γ) οικοτροφεία για τους πιο ηλικιωμένους και (δ) ανοικτές ψυχιατρικές κλινικές σε γενικά νοσοκομεία.

Από το 1985 μέχρι το 1990 λειτούργησε η Μονάδα Επανένταξης με στόχο την αντιμετώπιση της ασθένειας σε επίπεδο κοινωνικής επανένταξης και επαγγελματικής αποκατάστασης. Άνοιξαν διαμερίσματα-ξενώνες μέσα στην πόλη και ιδρύθηκε ομάδα ψυχοκοινωνικής υποστήριξης αστικού τύπου που ενθάρρυνε τη ζωή των ασθενών στην πόλη. Δημιουργήθηκαν οι πρώτες μονάδες επαγγελματικής αποκατάστασης και συγκροτήθηκαν οι πρώτες συνεταιριστικές θεραπευτικές μονάδες. Όλα αυτά δημιουργήθηκαν περιφερειακά των πόλεων καθώς οι κάτοικοι δεν ήταν ανεκτικοί απέναντι στους νέους τους γείτονες, ειδικά μετά το κλείσιμο των δομών που τους παρείχε θέσεις εργασίας.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισε η περίοδος πολιτικών ανακατατάξεων, μετά τις εκλογές, και απολογισμού των αποτελεσμάτων των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Ενώ τα άσυλα συνέχισαν να υπάρχουν σε συνδυασμό με τη διαδικασία αποασυλοποίησης, πρακτικά, η δομή του ασύλου καταγγέλθηκε ως παθογόνος και ως χώρος κοινωνικού αποκλεισμού με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί μια επιθυμία για κοινωνική επανένταξη των εγκλείστων. Το 1995 ολοκληρώθηκε η χρηματοδότηση και νέα αξιολόγηση παρουσίασε μια κατάσταση όμοια με την προϋπάρχουσα. Η προτεινόμενη λύση μετά από αυτό ήταν η ένταξη στην ευρωπαϊκή πολιτική για «καταπολέμηση του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας», δηλαδή η αξιοποίηση των ψυχικά ασθενών ως φτηνών εργατικών χεριών στην παραγωγή και ταυτόχρονα η βελτίωση της εικόνας της πρόνοιας. Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας κινητοποιήθηκαν ασκώντας κριτική σε κράτος, μμε ακόμα και στον δικό τους ρόλο – στον βαθμό που δεν έρχονταν σε ρήξη με το κυρίαρχο ψυχιατρικό σύστημα. Αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων υπήρξε η επίσκεψη του ευρωπαϊκού επιτρόπου το 1998 με στόχο την πίεση προς την κυβέρνηση για συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ. Το 1999 ψηφίστηκε νόμος που ενέτασσε όλα τα προγράμματα στα κοινοτικά πακέτα στήριξης και αποποιήθηκε τη χρηματοδότησή τους, ενώ ταυτόχρονα αναβαθμίστηκε ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα στην ψυχική υγεία – στον οποίο πρόσβαση δεν μπορούσαν να έχουν όλοι/ες. Έτσι, αποκτήθηκε η δυνατότητα ακούσιας νοσηλείας και υποστηρίχθηκαν οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες με κρατικές χρηματοδοτήσεις, για την ίδρυση μονάδων ψυχικής υγείας.

Τέλος της δεκαετίας του ‘90 δόθηκαν πολλά χρήματα για τη δεύτερη φάση του προγράμματοςΨυχαργώς , και το 2007, αφού ολοκληρώθηκε η 15ετία που θεωρούνταν απαραίτητη για την αποασυλοποίηση, ο τότε υπουργός υγείας Αβραμόπουλος, υπέγραψε σύμφωνο με τον τότε ευρωπαίο επίτροπο, επιβεβαιώνοντας τη συμφωνία και τα χρονοδιαγράμματα, καθώς και τη θετική έκβαση της αποασυλοποίησης.Το 2013 όμως, το ελληνικό κράτος έχοντας ήδη αξιοποιήσει παρατάσεις (αφού η διαδικασία έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί το 2010), πήρε ακόμα μια από την ευρωπαϊκή επιτροπή μέχρι και το 2015, με τη συμφωνία Λυκουρέτζου – Αντόρ, για το οριστικό κλείσιμο των ασύλων.

Το άσυλο στα Χανιά έκλεισε το 2006. Απ’ το 2006 και μετά, όταν έκλεισαν τα ψυχιατρεία των Χανίων και της Κέρκυρας, σαν κλειστές δομές εξακολούθησαν να υφίστανται το Δαφνί, το Δρομοκαΐτειο και το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.

Αντιψυχιατρικά έντυπα στην Ελλάδα

Στον αντίποδα, στις αρχές του 1980 στην Ελλάδα ξεκίνησε η «ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΨΥΧΑΣΘΕΝΩΝ» – αποτελώντας την πρώτη πολιτικοποιημένη ενέργεια ψυχασθενών στην Ελλάδα η οποία εξέδιδε το περιοδικό «η ελευθερία είναι θεραπευτική» μέχρι το 1988. Ακόμα ένα περιοδικό που εκδόθηκε το 1980-1981 ήταν «Η ΤΡΕΛΑ» η οποία είχε πολιτική θέση και ανταγωνιστική οπτική για την ψυχική ασθένεια και την ψυχιατρική. Στα περιεχόμενα υπήρχαν κείμενα για την αντιψυχιατρική, μαρτυρίες εγκλείστων σε ψυχιατρικά τμήματα φυλακών ή σε άσυλα και κριτική στην κρατική νομοθεσία, πληροφορίες για διάφορα άσυλα της Ελλάδας και μεθόδους «θεραπείας», όπως επίσης και αναφορές και σε ανταγωνιστικά κινήματα της Ευρώπης.

Κλείνοντας…

Πρέπει να σκεφτούμε πως η καπιταλιστική κοινωνία μάς διαπαιδαγωγεί από την ώρα που θα γεννηθούμενα συμμορφωνόμαστεστις επιταγές που μας καθιστούν πιο παραγωγικές. Αν και εφόσον καταφέρουμε να βρούμε δουλειά, να δουλεύουμε το λιγότερο 40 ώρες τη βδομάδα, να παράγουμε υπεραξία όσο το δυνατόν περισσότερη και αδιαμαρτύρητα, να τα μετράμε όλα με βάση το χρήμα, να υπακούμε, να συναινούμε και να μην παρεκκλίνουμε ποτέ από τη ζωή των επιτρεπόμενων συμπεριφορών. Για ‘μας το ζήτημα που χρήζει κριτικής προσέγγισης και αντίστοιχης αντιμετώπισης, είναι η εναπόθεση τόσο των αιτιών, όσο και των προτάσεων διαχείρισης της «τρέλας» στον καθένα και την καθεμία εξατομικευμένα. Δεν είμαστε σίγουρες αν εντός των πλαισίων αυτού του κόσμου το στρες και οι κρίσεις άγχους που βιώνουμε σε σχέση με την εύρεση εργασίας/ τη διαρκή επιτέλεση των έμφυλων ρόλων που μας πνίγουν/ τις καθημερινές εντάσεις στις προσωπικές μας σχέσεις και όσα μας πιέζουν να ανταπεξέλθουμε στις όλο και πιο εντατικοποιημένες μας καθημερινότητες, θεωρούνται «υγιή» στοιχεία έκφρασης των συναισθημάτων μας.Σ’ αυτό το μήκος κύματος, όταν αρνούμαστε να υποβιβάζουμε τους ανθρώπους με ψυχιατρικές διαγνώσεις και εγκλεισμό, δεν σημαίνει πως αρνούμαστε να παραδεχτούμε τις ηθικές, ψυχολογικές και κοινωνικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Σημαίνει μόνο πως επιλέγουμε να στρέφουμε το βλέμμα στις μεταξύ μας σχέσεις και εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως αν υπάρχειτρόπος διαχείρισης των όποιων χαρακτηριστικών/συμπεριφορών/σκέψεων που θεωρούνται «αποκλίνοντα» και μας πιέζουν, είναι η συλλογική διαχείριση. Επίσης, ας έχουμε στο μυαλό μας, πως κάποιες φορές ο «ψυχικά άρρωστος» είναι ένας «φυσιολογικός» που απλώς δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να συμμορφωθεί. Κλείνοντας με μια πρόταση, τρέλα είναι κάποιες φορές, αυτό που δεν αντέχεται όταν κάποιοι διάλεξαν μια ζωή για σένα πριν από σένα.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_88/i88_p11_psyche2.html
έντυπο ΨΥΧΙΑΤROXOL, 2004
Άσυλο, «τρέλα» και κοινωνικός έλεγχος. Ο ρόλος των ψυχιατρικών δομών και της επιστήμης στη διαχείριση των «παρεκκλίσεων», κατάληψη Παπουτσάδικο
Ιατρική νέμεση. Η απαλλοτρίωση της υγείας, Ιβάν Ιλλιτς, 2010, εκδόσεις Νησίδες
Η γλώσσα της τρέλας, Ντέιβιντ Κούπερ, 1978, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος
Η δικτατορία των γιατρών, ΜπερνάρΚούσνερ, 2002, εκδόσεις Εξάντας/Πολιτικές υγείας
Η βιομηχανία της τρέλας, Τόμας Σάζ, (μετάφραση/επιμέλεια Κλεάνθης Γρίβας), 2006, εκδοτική Θεσσαλονίκης
Νόμος, ελευθερία και ψυχιατρική, μια έρευνα του ρόλου των ψυχιατρικών πρακτικών στην κοινωνία, Τόμας Σαζ, 2007, εκδόσεις Αρχιπέλαγος
SPK, η σοσιαλιστική κοινότητα ψυχασθενών στη Γερμανία, εκδόσεις κομμούνα

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *