Παρέμβαση ενάντια στις ρατσιστικές δηλώσεις σωματείου οδηγών του ΟΑΣΘ

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΑ ΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΩΝ ΣΤΟΝ ΟΑΣΘ
Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΝΑ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΟ ΦΟΒΟ

Στις 19 Νοέμβρη το σωματείο εργαζομένων στον ΟΑΣΘ ΔΡΟΜΕΑΣ απέστειλε στη διοίκηση του οργανισμού κείμενο ενημέρωσης – διαμαρτυρίας, σχετικά με την επιβίβαση μεταναστών σε κάποιες γραμμές του ΟΑΣΘ. Το κείμενο αυτό αναφέρει περιπτώσεις εισιτηριοδιαφυγής στα δρομολόγια από και προς τα καμπ που κρατούνται μετανάστες και επισημαίνει τον κίνδυνο «μεταδοτικών ασθενειών τόσο στους οδηγούς όσο και στους υπόλοιπους επιβάτες οι οποίοι στριμώχνονται ανάμεσά τους, λόγω των ακατάλληλων συνθηκών υγιεινής στις δομές φιλοξενίας τους, αλλά και λόγω της κουλτούρας τους σε σχέση με την προσωπική τους υγιεινή». Ακόμα, ισχυρίζεται ότι «παρατηρείται ραγδαία αύξηση φαινομένων προπηλακισμού και παραβατικών συμπεριφορών των προσφύγων-μεταναστών, τόσο προς τους οδηγούς, όσο και προς το λοιπό επιβατικό κοινό». Το κείμενο δεν σταματάει όμως εκεί και προχωράει σε μερικές υποδείξεις – προτάσεις: μίσθωση λεωφορείων αποκλειστικά για τη μετακίνηση μεταναστών, αυστηροποίηση του ελέγχου εισιτηρίων με τη συνδρομή εταιρίας security, αιματολογικές εξετάσεις και εμβολιασμό των οδηγών για την προστασία από αρρώστιες, δημιουργία κλειστής καμπίνας για τους οδηγούς και τοποθέτηση Κουμπιού Πανικού, που θα ενημερώνει άμεσα την αστυνομία για να επέμβει.

Αυτή η απροκάλυπτα ρατσιστική ανακοίνωση, μπορεί να μοιάζει σε κάποιους πρωτοφανής, δεν προέκυψε όμως από το πουθενά. Αντλεί τη νομιμοποίησή της από την αντιμεταναστευτική πολιτική που ήδη, εδώ και χρόνια, εφαρμόζει το ελληνικό κράτος. Η πιο στρατιωτική εκδοχή αυτής της πολιτικής, περιλαμβάνει πνιγμούς στο αιγαίο, καταδιώξεις στους δρόμους από την τροχαία, κέντρα κράτησης, νομικές ποινές, απελάσεις και γενικότερα όλα εκείνα τα μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό της μεταναστευτικής κινητικότητας και την πειθάρχηση των μεταναστών.

Η αντιμεταναστευτική πολιτική όμως δεν εφορμόζεται αποκλειστικά από τους θεσμούς του κράτους (αστυνομία, στρατό, δικαστήρια), αλλά και από τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Κράτος και κοινωνία συναντιούνται σε μια αδιάκοπη σχέση αλληλοτροφοδότησης, με τη μορφή της (αντι)μεταναστευτικής πολιτικής να προκύπτει συνεχώς ως το αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής διαδικασίας. Οι συγκρούσεις και οι διαφορετικές οπτικές εντός της κοινωνίας, αποτυπώνονται στο κράτος και την πολιτική του, αλλά ταυτόχρονα, μέσω των θεσμών του (σχολείο, εκκλησία, αστυνομία,μμε, νομικό καθεστώς κλπ) το κράτος διαμορφώνει τις κοινωνικές αντιλήψεις και το περιεχόμενο του δημόσιου διάλογου. Αυτός ο δημόσιος διάλογος εμφανίζεται άλλοτε με προοδευτικό πρόσημο, προσπαθώντας να ενσωματώσει τους μετανάστες ως θύματα και άλλοτε με συντηρητικό, κατασκευάζοντάς τους ως κίνδυνο, όπως στην προκειμένη περίπτωση.

Για αυτό, αξίζει να σταθούμε λίγο στα επιχειρήματα του ΔΡΟΜΕΑ, προκειμένου να αντιληφθούμε τον σταδιακό μετασχηματισμό του αντιμεταναστευτικού λόγου μέσα στα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι τα επιχειρήματα περί βιολογικής ανωτερότητας των λευκών δεν μπορούν να σταθούν και να συγκινήσουν όπως πριν από μισό αιώνα. Παρόλα αυτά, οι αναφορές τους στα πρότυπα υγιεινής και στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος των οδηγών, μαρτυρούν τις καταβολές τους. Φυσικά, τα ρατσιστικά επιχειρήματα μετατοπίζονται, σε μια κατεύθυνση ανάδειξης των πολιτισμικών διαφορών ανάμεσα σε εμάς και τους Άλλους: Τα φαγητά τους μυρίζουν έντονα, συναθροίζονται πολλοί μαζί στις πλατείες και φωνάζουν, δεν κάνουν μπάνιο, έχουν αχαλίνωτες σεξουαλικές ορέξεις κλπ. Η ρητορική αυτή επιτίθεται και δαιμονοποιεί τις μορφές κοινωνικοποίησης των μεταναστών, τον τρόπο που σχετίζονται με τους γύρω τους και με το σώμα τους, προσπαθώντας να τους κατηγοριοποιήσει ως υπανθρώπους.

Με άλλα λόγια, η ανακοίνωση του ΔΡΟΜΕΑ, αποτελεί μια συμπύκνωση του πιο ρατσιστικού και αντιμεταναστευτικού λόγου εντός της ελληνικής κοινωνίας. Τη συμπύκνωση δηλαδή των πιο φοβικών ενστίκτων, της πιο μισάνθρωπης ρητορικής. Αυτή η ρητορική αποσκοπεί στην εμπέδωση ενός καθεστώτος αορατότητας για τους μετανάστες. Τους θέλει έξω από την ελλάδα, μακριά από τα κέντρα των πόλεων (στοιβαγμένους σε στρατόπεδα), αόρατους ως προς τη νομική αναγνώριση, μακριά από τα ελληνικά σχολεία και πλέον ζητάει και διαχωρισμένες συγκοινωνίες. Προσπαθώντας να τους αποκόψει όλο και περισσότερο από τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό, περιστέλλει συνεχώς την αντίληψη για το τι συνιστά «ζωή», αφαιρώντας σταδιακά την κοινωνική διάστασή της και περιορίζοντάς την στην αμιγώς βιολογική, την επιβίωση. Με τον ίδιο τρόπο μετατρέπει και την ύπαρξή τους σε ένα πρόβλημα αριθμητικής, σε απλά στατιστικά σε οικονομικούς δείκτες.

Η οπτική αυτή, εκφράζει εν τέλει ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, που θέλει κράτος (και τις παροχές του) και οικονομία (και τις ευκαιρίες της) μόνο για την πάρτη του. Εκφράζει αυτούς που, μπροστά στη διαπίστωση οτι η δημοκρατία δεν φτάνει για όλους και συνέχεια κάποιοι θα περισσεύουν, είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα προκειμένου να μην βρεθούν αυτοί στην απέξω. Στην πραγματικότητα δηλαδή, αυτό που φοβούνται οι ρατσιστές μήπως είναι μεταδιδόμενο, είναι η φτώχεια και η εξαθλίωση, οι υλικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν οι μετανάστες. Οι οδηγοί του ΟΑΣΘ, οι γονείς που αντιδρούν για την παρουσία μεταναστών στα σχολεία, όπως και άλλοι τόσοι ρατσιστές, φοβούνται μήπως κολλήσουν «βίαιη προλεταριοποίηση» και βρεθούν και αυτοί στον πάτο του βαρελιού. Γι’ αυτό παίρνουν τα μέτρα τους και είναι αποφασισμένοι να πατήσουν στα κεφάλια όσων περισσεύουν, μπας και γλυτώσουν.

Εμείς από την πλευρά μας, έχουμε την ατυχία να βιώνουμε καθημερινά την εμπειρία του ΟΑΣΘ, προσπαθώντας να ενώσουμε τον κατακερματισμένο μας εαυτό, να μεταφερθούμε δηλαδή από τον χώρο που μένουμε στον χώρο που δουλεύουμε και έπειτα στους χώρους διασκέδασης μέσα σε αυτήν την πόλη. Μπορούμε να πούμε λοιπόν οτι ακόμα και οι πιο σύντομες διαδρομές μάς μοιάζουν ατελείωτες, είναι χρόνος για πέταμα. Ντόπιοι και μετανάστες στεκόμαστε απέναντι σε κάθε ρατσιστική επίθεση, γιατί θέλουμε να βλέπουμε τι κοινό μοιραζόμαστε, πέρα από αυτά που μας χωρίζουν. Και ίσως έτσι, γίνουμε ικανοί να δώσουμε άλλον ρυθμό στον χρόνο, να διακόψουμε για λίγο την ημερίσια ρουτίνα, να κάνουμε τις διαδρομές μας μη προδιαγεγραμμένες, να διαρρήξουμε, τέλος, την εθνικοποιημένη κανονικότητα που πάει να επιβληθεί μέσα και έξω από λεωφορεία.
Από τη σκοπιά των μεταναστών, η πραγματικότητα δείχνει ότι οι μετανάστες παλεύουν καθημερινά με ρατσιστικές συμπεριφορές στα λεωφορεία. Οι επιβάτες το γνωρίζουν αυτό καθημερινά, ωστόσο παρ’ όλη τη σκληρότητα των πολλών ρατσιστικών επεισοδίων στα λεωφορεία, λίγοι επιβάτες φαίνεται ότι αντιδρούν. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε γίνει μάρτυρες σε φαινόμενα ρατσισμού που τρομοκρατούν μετανάστες και ντόπιους στα λεωφορεία, όπως λεκτική βία με βρισιές ή απρεπείς χειρονομίες σεξουαλικής φύσεως απέναντι σε μετανάστες/μετανάστριες, μπροστά σε παιδιά μάλιστα. Οι οδηγοί δεν φαίνεται να αντιδρούν μπροστά σ’ όλα αυτά. Εμείς δεν θα ανεχθούμε αυτήν τη μισαλλοδοξία. Είμαστε όλοι και όλες μέρος αυτής της κοινωνίας, είμαστε ορατοί.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *