Παγιδευμένοι ανάμεσα στη βιασύνη και στην απομόνωση: Εργαζόμενοι σε σύγκρουση κατά τη διάρκεια της πανδημίας

Εδώ και μια βδομάδα, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαϊρ Μπολσονάρο εξάπτει τα πνεύματα στη χώρα προτείνοντας να αρθούν τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας του Covid-19. Απέναντι στα διατάγματα καραντίνας των επιμέρους πόλεων και πολιτειακών κυβερνήσεων, που σταματήσαν όλες τις εργασιακές δραστηριότητες που δεν θεωρούνται «αναγκαίες», ο Μπολσονάρο προτείνει την «κάθετη απομόνωση», δηλαδή των περιορισμό των ευάλωτων ομάδων, ενώ οι υπόλοιποι ωθούνται στην εργασία. «Η ζωή πρέπει να συνεχιστεί. Οι δουλειές να μείνουν. Τα μέσα επιβίωσης των οικογενειών μας να διατηρηθούν. Πρέπει να επιστρέψουμε στην κανονικότητα», δήλωσε. Η δήλωση βρήκε ανταπόκριση σύντομα: την επόμενη μέρα δύο κυβερνήτες ανακοίνωσαν το άνοιγμα των μαγαζιών, αλλά η πλειονότητα τους κατάγγειλαν τη στάση του προέδρου και ενίσχυσαν τα περιοριστικά μέτρα. Υποστηρικτές του προέδρου κάλεσαν διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα όπου συγκεντρώθηκαν κατά χιλιάδες με αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Διακοσμημένοι με τη σημαία της Βραζιλίας, απαίτησαν την επιστροφή των οικονομικών δραστηριοτήτων. Κόρναραν φωνάζοντας συνθήματα όπως «θέλουμε να δουλέψουμε!». Από την άλλη, κάτοικοι σε κατ’ οίκον περιορισμό απάντησαν χτυπώντας κατσαρόλες και φωνάζοντας «Μπολσονάρο φύγε!», σε ένα τελετουργικό που έχει επαναληφθεί πολλές φορές μετά από τη διακήρυξη του αρχηγού του κράτους. Αλλά ενώ αυτή η θορυβώδης διαμάχη συνεχίζεται, ένας άλλος πόλεμος λαμβάνει χώρα – ένας πόλεμος που μαίνεται έξω από τα παράθυρα των αυτοκινήτων και των διαμερισμάτων.

Πριν από δυο βδομάδες, εργαζόμενες σε τηλεφωνικά κέντρα, αντιμέτωπες με την καθυστέρηση των μάνατζερ και των επιχειρηματιών να πάρουν αποτελεσματικά μέτρα για την επιδημία – και τρομοκρατημένες από την πιθανότητα να κολλήσουν τον ιό στη δουλειά ή στα μέσα μεταφοράς – σταμάτησαν να πηγαίνουν στη δουλειά και μερικές οργανώθηκαν συλλογικά και απαίτησαν να πάρουν άδεια. Μαζί με πολλούς άλλους τομείς, το τελεμάρκετινγκ θεωρήθηκε αναγκαία υπηρεσία από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και κάποιες πολιτείες. Ενώ κάποιοι υπάλληλοι συνεχίζουν να δουλεύουν – άλλες από τα σπίτια και άλλοι παραμένοντας στους εργασιακούς χώρους σε χώρους με ανεπαρκή αερισμό, συνήθως χωρίς αντισηπτικά ή οινόπνευμα – σημειώθηκε ένα κύμα απολύσεων ή αναγκαστικών αδειών άνευ αποδοχών σε όλο τον τομέα. Στη λιανική, τα περιοριστικά μέτρα επέβαλλαν το κλείσιμο των μαγαζιών. Χωρίς λεφτά για να διατηρήσουν τους υπαλλήλους τους, οι μικρομαγαζάτορες τους απέλυσαν.

Ενώ πολλοί απολύθηκαν, άλλες χρειάστηκε να δουλέψουν ακόμα ακόμα περισσότερο, και σε χειρότερες συνθήκες. Οι αυτο-απασχολούμενοι και οι εργαζόμενες στην μαύρη οικονομία αποτελούν το 40 % του εργατικού δυναμικού της Βραζιλίας. Για αυτούς, η μειωμένη οικονομική δραστηριότητα στις πόλεις συνεπάγεται περισσότερες ώρες εργασίας (και μεγαλύτερη έκθεση στον ιό) για να προσπαθήσουν να βγάλουν λεφτά. Όλο και περισσότεροι άνεργοι προστίθενται σ΄αυτή την κατηγορία καθημερινά. Οι φορτηγατζήδες, οι εργαζόμενες στις αλυσίδες εφοδιασμού και μεταφορών (logistics) και οι ταχυμεταφορείς δουλεύουν ακόμα – και πολλοί παρατήρησαν πως οι καθημερινές τους δυσκολίες αυξήθηκαν κατακόρυφα. Οι εργαζόμενες στα σούπερ μάρκετ και στα ταμεία είναι ακόμα έκθετες σε εκατοντάδες πελάτες. Οι οδηγοί λεωφορείων και οι καθαρίστριες στις δημόσιες μεταφορές δεν έχουν επαρκή πρόσβαση σε μάσκες, γάντια και αντισηπτικά. Οι εργαζόμενοι στην υγεία αντιμετωπίζουν την έλλειψη υποχρεωτικών μέσων ατομικής προστασίας στα νοσοκομεία, ενώ τα πιθανά κρούσματα αυξάνονται μεταξύ των συναδέλφων τους.

Το σύνθημα «μένουμε σπίτι» που διακηρύσσουν οι επιχειρηματίες, οι περισσότεροι πολιτικοί, οι διεθνείς οργανισμοί υγείας και οι περισσότερες αριστερές οργανώσεις, είναι απλά κενό περιεχομένου για αυτούς που ξέρουν πως δεν μπορούν να σταματήσουν να δουλεύουν –είτε επειδή είναι αυτοαπασχολούμενες και πρέπει να τα βγάλουν πέρα, είτε επειδή εργάζονται σε έναν τομέα που θεωρήθηκε αναγκαίος (από τον πρόεδρο), και βασίζονται στο μισθό τους για να ζήσουν. Η πραγματικότητα, που πηγαίνει πέρα από το hashtag, αλλά αντανακλάται στις πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου, δείχνει πως κάποια κομμάτια της Βραζιλίας δεν θα σταματήσουν, καθώς είναι απαραίτητα για τη διατήρηση των ελάχιστων συνθηκών αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η ομιλία του προέδρου αμφισβητεί τη γενική συναίνεση που χτίστηκε με τις δηλώσεις πως η ανθρωπότητα βρίσκεται σε πόλεμο ενάντια στον ιό και πως χρειαζόμαστε μια κοινή προσπάθεια για το «γενικό συμφέρον» – αλλά ξέρουμε καλά πως αυτό δεν ισχύει.

Παρόλα αυτά, ενώ ο Μπολσονάρο ξεγυμνώνει τον μύθο του ανθρωπιστικού πολέμου ενάντια στον ιό, προσπαθεί ταυτόχρονα να δημιουργήσει μια διαφορετική συμμαχία, εξίσου προβληματική: μέσα από την ρητορική ότι οι μικροεπιχειρηματίες και οι επισφαλείς έχουν κοινό συμφέρον να λήξει η καραντίνα. Για το φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού, το τέλος της καραντίνας δεν σημαίνει απλά επιστροφή στις ήδη φορτωμένες εργασιακές συνθήκες, αλλά μεγαλύτερες πιθανότητες μόλυνσης και θανάτου. Αν ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση είναι ήδη ριψοκίνδυνος για πολλούς εργαζόμενους (και δεν υπάρχει το ενδεχόμενο της επιλογής), η κυνικότητα του προέδρου αυξάνει το ρίσκο δηλώνοντας ξεκάθαρα την απουσία επιλογών: «Όλοι πίσω στη δουλειά!» – ακόμα και αν στην πορεία πεθάνουν χιλιάδες (ή εκατομμύρια), μεγαλώνοντας τον κατάλογο με τα θύματα.

Ενώ όλο και περισσότερες φωνές, από όλο το πολιτικό φάσμα, ενώνονται για να καλέσουν σε πόλεμο ανάμεσα σε μια ανύπαρκτη ενότητα και έναν αόρατο εχθρό, ο πραγματικός κοινωνικός πόλεμος επιδεινώνεται. Ο Μπολσονάρο παίζει με την υποκρισία της ιδεολογίας περί υγειονομικού πολέμου, ανακοινώνοντας κυνικά αυτό που η ιδεολογία προσπαθεί να κρύψει: την κρίση και τον θάνατο.

Ο Μπολσονάρο κάνει έκκληση στους εργαζόμενους που εξαρτώνται από καθημερινά τρεξίματα και μικροδουλειές για την επιβίωσή τους. Για αυτούς η πανδημία δεν είναι τίποτα άλλο παρά περισσότερη μιζέρια. Ο πρόεδρος επωφελείται επίσης από τον σκληρό διαχωρισμό μεταξύ των εξειδικευμένων εργαζόμενων –που δουλεύουν από το σπίτι ή έχουν κάποιον τρόπο να επιβιώσουν κατά τη διάρκεια της καραντίνας– και των επισφαλών, που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, πρέπει να συνεχίσουν να δουλεύουν εκτός σπιτιού για να επιβιώσουν, και συχνά χωρίς τον κατάλληλο προστατευτικό εξοπλισμό. Αυτή η διαίρεση είναι ήδη πολύ έντονη σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανισότητα. Μένει να δούμε αν η έκκληση του θα απαντηθεί. Μέχρι τώρα, όλα δείχνουν πως θα στηριχθεί μόνο από τους σκληρούς οπαδούς του (bolsonaristas). Το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού στηρίζει την κοινωνική απομάκρυνση, ακόμα και στα πιο φτωχά στρώματα. Παρόλα αυτά, ο πρόεδρος στοιχηματίζει στο σύντομο μέλλον: ένα σενάριο κοινωνικής κρίσης που θα αναδιπλωθεί τους επόμενους μήνες μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για περισσότερη στήριξη στα σχέδια του Μπολσονάρο ενάντια στους θεσμούς. Ο πρόεδρος παρουσιάζεται ως υπέρμαχος της επιστροφής στην κανονικότητα που έχει χαθεί για πάντα –τα μέλη της κυβέρνησης ξέρουν ήδη πως αυτό είναι αδύνατο– προσπαθώντας να αποδείξει πως δεν ευθύνεται αυτός για την οικονομική κατάρρευση. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να κινητοποιήσει την απόγνωση και την πικρία αυτών που χτυπήθηκαν από την καταστροφή.

Η έγκριση έκτακτων μέτρων στήριξης για επιδόματα και δωρεές τροφίμων, που στηρίζεται από τους μεγάλους καπιταλιστές και τους πολιτικούς διαχειριστές, θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στις πιθανές εκβάσεις. Πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο υιοθέτησαν τέτοια μέτρα. Τα R$600 (105€) που εγκρίθηκαν πρόσφατα ως προσωρινή βοήθεια για παράτυπους και αυτοαπασχολούμενους εργαζόμενους μπορούν να συντηρήσουν μια ύπαρξη στα όρια της επιβίωσης, και να μειώσουν την πείνα και τις κοινωνικές συγκρούσεις. Αλλά δεν αποτρέπουν την αναζήτηση βιοπορισμού στα μεγάλα αστικά κέντρα – ειδικά μπροστά στις αυξανόμενες τιμές στα σούπερ μάρκετ. Η λεγόμενη κοινωνική αναλωσιμότητα συνεχίζει να είναι παραγωγική: η μάζα των επισφαλών εργαζόμενων πρέπει να βρει τρόπο να ζήσει. Το μόνο που πετυχαίνουν τα έκτακτα μέτρα είναι να εξασφαλίζουν τη μόνιμη κινητικότητα και διαθεσιμότητα αυτού του φτηνού και επισφαλούς εργατικού δυναμικού. Ο καπιταλισμός δεν τα βγάζει πέρα χωρίς αυτό το απόθεμα εργαζόμενων, ειδικά κατά τη διάρκεια μιας κρίσης.

Θα προτιμούσες να πεθάνεις από την πείνα ή από το ιό; Αυτή η κυνική ερώτηση παρουσιάζει ένα αδιέξοδο ως σταυροδρόμι. Αλλά ακόμα μένει να δούμε αν το προλεταριάτο θα ξεφύγει εξίσου από την υγειονομική υποκρισία και από το ζοφερό κάλεσμα του Μπολσονάρο και θα πάρει θέση στον πραγματικό πόλεμο που λαμβάνει χώρα κάτω από την πανδημία: έναν κοινωνικό πόλεμο άνευ προηγουμένου.

Πλασιέ πουλάει κιτ ενάντια στον ιό στο μετρό του Ρίο ντε Τζανέιρο.

Το κείμενο το μεταφράσαμε για τις ανάγκες της ελληνικής έκδοσης του site Fever

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *