ΠΑ 10.11 | Εισήγηση από την προβολή CRASS: there is no authority but yourself
Οι Crass ήταν ένα συγκρότημα που έδρασε στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1977 μέχρι το 1984. Αποτελούνε το πρώτο anarcho-punk συγκρότημα και η μουσική τους σε συνδυασμό με τη βαθειά πολιτικοποιημένη στάση τους επηρέασε δεκάδες άλλα συγκροτήματα της εποχής εκείνης αλλά και μετέπειτα.
Στιχουργικά οι Crass ασχολήθηκαν με μία πλειάδα θεμάτων, όπως είναι ο σεξισμός, ο καταναλωτισμός, η θρησκεία, η νεοφιλελεύθερη πολιτική της Thatcher, ο θεσμός της οικογένειας, η οικολογία και τα δικαιώματα των ζώων, και ο πόλεμος (την εποχή που έδρασαν, πέρα από τις ταραχές στη Βόρειο Ιρλανδία, συνέβη και ο Πόλεμος των Φώκλαντ). Συνεπείς αναρχικοί και πασιφιστές (το τελευταίο θα άλλαζε μόνο προς το τέλος της καριέρας τους), οι Crass αποτέλεσαν ένα σαφέστατο σημείο τομής με την έως τότε αφηρημένη ή μηδενιστική (βλέπε “no future”) punk σημειολογία. Η ίδια η υποκουλτούρα και εμπορευματοποίηση του punk βρέθηκε συχνά στο στόχαστρο των Crass (εξ’ ου και το γνωστό κομμάτι τους “Punk is dead”), κάτι που με τη σειρά του οδήγησε στη στοχοποίηση των Crass από ένα μεγάλο μέρος της punk κοινότητας (βλέπε κατηγορίες για χιπισμό, το δίσκο-απάντηση των Exploited “Punk’s not dead”, το single “Bullshit Crass” των Special Duties κλπ.). Ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ anarcho-punks και street punks είναι κάτι που διατηρήθηκε μέσα στα χρόνια, αποτυπώθηκε έντονα στην ιστορία του punk και βρήκε ποικίλες εκφράσεις σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους.
Όσον αφορά την πολιτική δράση των Crass, αυτή εκκινούσε πρώτα απ’ όλα από τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο επέλεγαν να διακινούν τη μουσική τους. Όταν το πρώτο τους EP, “The feeding of the 5000”, λογοκρίθηκε από την εταιρεία Small Wonder Records, αποφάσισαν να ιδρύσουν τη δική τους εταιρεία, Crass Records, με σκοπό να έχουν τον αποκλειστικό έλεγχο των δουλειών τους. Τότε ήταν που πρωτοεμφανίστηκε η γνωστή φράση “pay no more than…” πάνω στα εξώφυλλα των δίσκων, μία προσπάθεια των Crass να πουλάνε τους δίσκους τους σε όσο το δυνατόν χαμηλότερες τιμές και την ίδια στιγμή να εμποδίζουν ξένες προσπάθειες αισχροκέρδειας. Η Crass Records γρήγορα έγινε στέγη για διάφορα πρωτοεμφανιζόμενα συγκροτήματα, ενώ για τον ίδιο λόγο (δηλαδή τη στήριξη συγκροτημάτων που μόλις ξεκινούσαν) η εταιρεία κυκλοφόρησε και τις κλασικές συλλογές “Bullshit detector”, όπου διάφορα συγκροτήματα μπορούσαν να συμμετέχουν ηχογραφώντας με πρόχειρο τρόπο κάποιο κομμάτι. Οι Crass με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να δείξουν το πόσο εύκολο είναι να αποδεσμευτείς από τις μεγάλες εταιρείες, να μοιραστούν την τεχνογνωσία που ήταν απαραίτητη για να βγει ένας δίσκος και δεν ήταν λίγα τα συγκροτήματα που μετά από αυτό προχώρησαν σε δικές τους προσπάθειες ανεξαρτητοποίησης ιδρύοντας τις δικές τους εταιρείες κ.ο.κ.
Πέρα από τον καθαρό μουσικό τομέα, η πολιτική δράση των Crass εκτεινόταν και σε άλλα επίπεδα. Έχοντας ως βάση το κοινόβιο τους, Dial House, το συγκρότημα (που αποτελούνταν από 5 άνδρες και 3 γυναίκες) πειραματιζόταν με τη συλλογική ζωή, το σπάσιμο των καθιερωμένων ρόλων, τη συνεχή δημιουργία πολιτικών/δημιουργικών projects κλπ. Το ίδιο το συγκρότημα, ούτως ή άλλως, πήρε την τελική μορφή του ακριβώς λόγω των ανθρώπων που σύχναζαν στο Dial House, όχι το αντίστροφο (π.χ. ο κιθαρίστας Andy Palmer δεν ήξερε, στην ουσία, να παίζει κιθάρα κι αυτός ήταν και ο λόγος του ιδιότροπου ήχου του). Μακριά από σκεπτικά αναχωρητισμού, παρ’ όλα αυτά, οι Crass άμεσα συνειδητοποίησαν τη σημαντικότητα μίας πιο κοινωνικής παρέμβασης. Αυτή πήρε τη μορφή «αισθητικών παρεμβάσεων» στο μετρό του Λονδίνου με graffiti, stencil κλπ., εκφράστηκε μέσω των κινήσεων “Stop the city” που ήταν ο προάγγελος των γιορτών δρόμων τύπου “Reclaim the streets” και στεγάστηκε σε ολιγόωρες καταλήψεις χώρων όπου καλούσαν και άλλα συγκροτήματα για να παίξουν όλοι μαζί και μετά εγκατέλειπαν το χώρο. Πέρα από αυτά, πολλές ήταν οι συλλογικότητες που δέχτηκαν σημαντική οικονομική ενίσχυση από τα έσοδα των πωλήσεων των δίσκων των Crass (π.χ. το split single των Crass με τις Poison Girls κυκλοφόρησε με αποκλειστικό σκοπό να ενισχύσει οικονομικά το Wapping Autonomy Centre), ενώ η πολιτική οργάνωση που μάλλον συνδέθηκε όσο καμία άλλη με το συγκρότημα, ήταν το C.N.D. (Καμπάνια για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό), αφού ο πασιφιστικός χαρακτήρας των Crass συνδέθηκε εύκολα με το αντιπυρηνικό κίνημα που υπήρχε τότε σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Μιλώντας για την πολιτική δράση των Crass, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην ικανότητα του συγκροτήματος να βρίσκει ευφάνταστους τρόπους για να «σαμποτάρει» την κανονικότητα μέσω της μεταστροφής, πετυχημένων φαρσών και κάτω από τη γενικότερη επιρροή των καταστασιακών ιδεών. Για παράδειγμα το 1981 το συγκρότημα κατάφερε να διανείμει το τραγούδι-παρωδία “Our wedding” μέσω του εφηβικού περιοδικού Loving, χωρίς οι υπεύθυνοι του περιοδικού να αντιληφθούν το ποιος κρυβόταν πίσω από την ονομασία Creative Recording And Sound Services. Λίγα χρόνια αργότερα κατάφεραν ξανά να κάνουν διάφορους ανυποψίαστους να ακούσουν τα τραγούδια τους, όταν 20.000 αντίτυπα του τραγουδιού τους “Sheep farming in the Falklands” (σε μορφή flexi-disc) μπήκαν στη ζούλα στις θήκες διάφορων άσχετων δίσκων (κάτι που επετεύχθη με τη συνεργασία φιλικών υπαλλήλων της εταιρείας διανομής δίσκων Rough Trade Records). Η επιτομή, ωστόσο, των «σαμποτάζ» των Crass συνέβη το 1983 με το λεγόμενο “Thatchergate”. Το συγκρότημα (εν μέσω Ψυχρού Πολέμου) άφησε να διαρρεύσει στον Τύπο ένας υποτιθέμενος διάλογος μεταξύ Reagan και Thatcher (τον οποίον είχαν κατασκευάσει οι ίδιοι κόβοντας και ράβοντας λόγια των δύο πολιτικών) στον οποίον κάποιος μπορούσε να ακούσει τους δύο πολιτικούς να συζητάνε το ενδεχόμενο η Ευρώπη να γίνει βάση πυραύλων κλπ. Όπως ήταν φυσικό το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις στις εφημερίδες της εποχής, οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες αρχικά «είδαν» την K.G.B. πίσω από τη φάρσα, αλλά εν τέλει κάποιος δημοσιογράφος κατάφερε να συσχετίσει τη φάρσα με το συγκρότημα.
Κλείνοντας αυτήν τη σύντομη επισκόπηση των βασικότερων στοιχείων που χαρακτήρισαν την πορεία των Crass, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίον οι Crass έβλεπαν την ίδια τη δημιουργική διαδικασία (πέρα από τα ζητήματα διανομής, αυτοοργάνωσης, D.I.Y. κουλτούρας κλπ.). Πιο συγκεκριμένα, η μουσική των Crass ήταν ένα ιδιαίτερο μίγμα θορυβώδους punk, έντονων παραφωνιών και ηχογραφημένων samples. Όπως είχε δηλώσει το ίδιο το συγκρότημα, οι Crass είχαν να κάνουν περισσότερο με το avant-garde, παρά με το rock ‘n’ roll, και σ’ αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο η προϋπηρεσία των Rimbaud και Vaucher στο πρωτοποριακό project ΕΧΙΤ κατά τη δεκαετία του ’70. Το γεγονός π.χ. ότι τα πρώτα τραγούδια των Crass γράφτηκαν υπό τη μορφή του ιδιόμορφου ντουέτου drums-φωνή, το ότι μέλη της μπάντας θεωρούνταν και τα άτομα που ασχολούνταν με το οπτικό μέρος του συγκροτήματος (artworks, video προβολές στις συναυλίες κλπ.) και με το ζήτημα του ήχου ή το ότι κάποια μέλη μπήκαν στο συγκρότημα όχι λόγω κάποιων μουσικών γνώσεων, αλλά λόγω των κοινωνικών τους σχέσεων με το συγκρότημα και του μοιράσματος μιας κοινής αντίληψης, φανερώνει μία συνολική αντίληψη για το πώς κάποιοι εννοούσανε το ζήτημα της δημιουργίας, της τέχνης κλπ. Το συγκρότημα δεν έπαυε στιγμή να επαναπροσδιορίζει τη φύση του, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το δίσκο “Yes Sir, I will” του 1983, όπου όλος ο δίσκος αποτελείται από ένα κομμάτι που διαρκεί 43 λεπτά, αλλά και το δίσκο “Penis envy”, όπου λόγω της αποκλειστικής φεμινιστικής στιχουργικής ο τραγουδιστής Steve Ignorant δεν τραγουδάει καθόλου (πιο συγκεκριμένα στο δίσκο το όνομα του αναγράφεται ως “Crass member not appearing on this album”), δίνοντας το μικρόφωνο αποκλειστικά στις Eve Libertine και Joy De Vivre.
Όσον αφορά το ζήτημα των συναυλιών, κι εκεί παρατηρούμε τη θέληση των Crass να προσφέρουν μία συγκεκριμένη πρόταση: όλος ο χώρος ντυνόταν με τεράστια banner με αναρχικά συνθήματα, το συγκρότημα απέφευγε τη χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών πριν τη συναυλία, πάνω στη σκηνή όλοι ντύνονταν με τη χαρακτηριστική μαύρη περιβολή (με το σκεπτικό ότι δεν ήθελαν κανένα μέλος τους να προβάλλεται ως frontman ή να ξεχωρίζει εν γένει), κατά τη διάρκεια της συναυλίας video προβάλλονταν πίσω από το συγκρότημα, κείμενα μοιράζονταν τα οποία επεξηγούσαν τα σκεπτικά του συγκροτήματος κλπ.
Η διάλυση του συγκροτήματος το 1984 ήταν μεν κάτι προαποφασισμένο (όλοι τους οι δίσκοι ήταν αριθμημένοι αντίστροφα με τελική χρονιά το 1984 –χρονιά που είχαν αποφασίσει εξ’ αρχής ότι θα διαλύονταν), αλλά σημαντικό ρόλο έπαιξαν και μία σειρά από γεγονότα: πρώτον, η αποχώρηση του κιθαρίστα N.A. Palmer (για να αφοσιωθεί στις σπουδές του στην Καλών Τεχνών), ένα γεγονός που άφηνε το συγκρότημα «λειψό» και χωρίς θέληση (από τους υπόλοιπους) για την απόκτηση κάποιους αντικαταστάτη. Δεύτερον, διάφορα νομικά προβλήματα (λόγω λογοκριμένων εξωφύλλων κλπ.) είχαν αποδεκατίσει το συγκρότημα οικονομικά. Τρίτον, το συγκρότημα άρχισε να αμφισβητεί την ίδια του τη χρησιμότητα του όταν έβλεπε την επικαιρότητα να το ξεπερνάει (έξω γίνεται πόλεμος κι εμείς γράφουμε δίσκους για τον κριτικάρουμε;) ή όταν έβλεπαν ότι το όνομα τους γινόταν καραμέλα στα στόματα πολιτικών, δημοσιογράφων και λοιπών, χωρίς οι ίδιοι να νιώθουν ότι μπορούν να επηρεάσουν αυτές τις καταστάσεις προς όφελος τους. Τέλος, η μακροχρόνια συμβίωση και η τριβή των μελών αναπόφευκτα έφτασε και σ’ ένα οριακό σημείο.
Η τελευταία συναυλία των Crass έλαβε μέρος στις 7 Ιουλίου του 1984 στην Ουαλία, μία συναυλία αλληλεγγύης στο άγριο απεργιακό αγώνα των ανθρακωρύχων που ξέσπασε εκείνη τη χρονιά.
Κρασαρισμένοι-κρασαρισμένες