“Προς μια ανθρωπολογίας της ανοσολογίας” | Εισήγηση Ομάδας Βιβλιοθήκης της Υφανέτ

Αφορμή για αυτήν την εκδήλωση στάθηκε αφενός η γνωριμία και συνάντηση  με την ομάδα βιβλιοθήκης της κατάληψης κτήματος Πραποπούλου, και αφετέρου η ίδια η έκδοση του βιβλίου Προς μια ανθρωπολογία της ανοσολογίας, το σώμα ως έθνος κράτος. Το κείμενο αυτό της Emily Martin επιχειρεί να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη της ανοσολογίας και ο λόγος που αυτή παράγει, αντιπαραβάλουν το ανθρώπινο σώμα με τη μορφή και την οργάνωση του έθνους κράτους, γεγονός που φυσικοποιεί την ύπαρξη του δεύτερου, αλλά και τις έμφυλες ταυτότητες. Πέρα από το περιεχόμενο της έκδοσης, (μερικά σχόλια για το οποίο θα αναφερθούν παρακάτω), η επιλογή της  μετάφρασης του κειμένου αυτού και ο τρόπος διακίνησης της, μας κίνησε το ενδιαφέρον όσον αφορά τη δραστηριότητα μίας κινηματικής ομάδας βιβλιοθήκης, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο επεξεργάζεται/όμαστε συλλογικά ορισμένα ζητήματα.

Η έρευνα σε χαλεπούς καιρούς

Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τον προβληματισμό του πως μπορεί να παραχθεί έρευνα ή/και θεωρία από ανταγωνιστική σκοπιά. Αναγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη περίοδο σαν μία περίοδο αφουγκρασμού της ήττας (ή καλύτερα της ενσωμάτωσης) των πρόσφατων αγώνων του 2008-2012, ενδιαφερόμαστε για κάθε τι που μπορεί στο επίπεδο του λόγου να ανοίξει ορίζοντες προς κινηματική χρήση. Είναι ζητούμενο λοιπόν για εμάς να διαπιστώσουμε  πώς παράγεται και αναπαράγεται η έρευνα στο εσωτερικό του κινήματος, τόσο με συλλογικούς, όσο και με εξατομικευμένους όρους, τόσο από ανοιχτά συλλογικά μορφώματα, όσο και από «κλειστές» θεωρητικές ομάδες, σε αντίθεση με την έρευνα που κατεξοχήν παράγεται στο εσωτερικό των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν χρήσιμο να διατυπώσουμε τη θέση μας σε σχέση με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την έρευνα στα πλαίσια του πανεπιστημίου και τη σχέση που αυτή  διεκδικεί σε ορισμένες περιστάσεις με τις κινηματικές διαδικασίες.

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει λάβει χώρα σε διεθνές επίπεδο μια στροφή της ακαδημίας και κυρίως όσον αφόρα τον τομέα των ανθρωπιστικών – κοινωνικών σπουδών, προς τις προοδευτικές σπουδές.   Το αντικείμενο της έρευνας χάνει τον μακρινό, εξωτικό του χαρακτήρα και προσλαμβάνει χαρακτηριστικά κοινωνικού – πολιτισμικού φαινομένου, πολύ πιο κοντινού στην ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα των ίδιων των ερευνητ(ρι)ών. Έτσι και στο εσωτερικό των ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, παρουσιάζεται αντίστοιχη πορεία τα τελευταία χρόνια και κυρίως μετά την «ήττα» του προηγούμενου κύκλου αγώνων. Πλήθος ανθρωπολογικών, κοινωνιολογικών κ.ά. ερευνών των τελευταίων χρόνων, φέρνουν στο επίκεντρο της έρευνας κοινωνικά κινήματα, τους συλλογικούς τρόπους οργάνωσης, τις κοινωνικές σχέσεις στο εσωτερικό τους και τις αντιστάσεις που φέρουν/με.

Η ακαδημαϊκή έρευνα ακόμα και αν δηλώνει ριζοσπαστική, ακόμα και αν έχει κινηματικές αναφορές και αφετηρίες, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως αποκομμένη και ουδέτερη παραγωγή γνώσης. Αντίθετα, η έρευνα που παράγεται εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων λειτουργεί ως παραγωγικός και ιδεολογικός πυλώνας του κεφαλαίου, έστω και του πιο εναλλακτικού/ριζοσπαστικού, και  αναπαράγει στο εσωτερικό του το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων.  Ενώ ταυτόχρονα, ενισχύει τον διαχωρισμό και την ιεράρχηση μεταξύ θεωρίας και δράσης, την εργασιακή εκμετάλλευση και τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής ιεραρχίας, καθιστώντας μάλιστα  την ταυτότητα του θεωρητικού ριζοσπάστη ως μέσο επαγγελματικής ανέλιξης. Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε πως  τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, με αντικείμενο τα κινήματα και τους αγώνες, τις συλλογικές σχέσεις και αντιστάσεις, αποτελούν τη ματιά του κράτους και του κεφαλαίου πάνω στην κίνηση μας και συμβάλλουν περισσότερο ή λιγότερο στη χάραξη της κρατικής πολιτικής σχετικά με τη διαχείριση των κινημάτων.

Για αυτούς τους λόγους, και χωρίς να λέμε ότι το πανεπιστήμιο δεν εμπεριέχει δυνατότητες ανταγωνιστικής συγκρότησης εντός του, ή ότι δεν μελετάμε τη θεωρία που προκύπτει απ’ την Ακαδημία, επιλέγουμε στην προκειμένη, να εστιάσουμε στην κινηματική έρευνα. Αυτό το ενδιαφέρον δεν προκύπτει από την ανάγκη υιοθέτησης μίας «ορθής» πρακτικής θεωρητικής «ενασχόλησης», αλλά προκείμενου να εισάγουμε στη συζήτηση κάποια ερωτήματα και να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τους τρόπους με τους οποίους ερευνούμε και συγκροτούμαστε θεωρητικά ως κίνημα.

Πόσο βοηθάνε εν τέλει οι σπουδές των συλλογικοποιήμενων υποκείμενων στη συγγραφή των πολιτικών κείμενων; Κατά πόσο μπορεί το κίνημα να παράξει θεωρητικό «έργο» συλλογικά σε περιόδους πλήρους εργασιακής εντατικοποίησης και επισφάλειας; Τι σκοπό μπορεί να έχει το θεωρητικό «έργο» και ποια η σημασία της εμμενούς κριτικής ;

Δυστυχώς νιώθουμε ότι αυτά τα ερωτήματα είναι πιο επίκαιρα από ποτέ και εμείς σε μία αμηχανία σε σχέση με το να τα απαντήσουμε συνολικά.

Επιστήμη, γνώση και κοινωνία

Με βάση αυτά τα συμπεράσματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία σύντομη περιγραφή για το ποιος είναι ο ρόλος της επιστήμης στο σήμερα. Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την επιστήμη ως  άλλο  ένα σύστημα παραγωγής γνώσης και εξήγησης του κόσμου, που εμφανίζεται και θεμελιώνεται μέσα σε συγκεκριμένες δομές και σχέσεις. Αυτές οι σχέσεις δεν είναι άλλες, από τις  σχέσεις του κεφαλαίου. Στις καπιταλιστικές σχέσεις, η παραγωγικότητα καθορίζεται από το τι παράγει αξία. Ουσιαστικά δηλαδή, το τι παράγουν τα μέσα παραγωγής, αλλά και τα μέσα αναπαραγωγής του ανθρώπινου πληθυσμού. Αυτές οι δύο συνιστώσες της παραγωγικότητας δρουν συσσωρευτικά όσον αφορά το σύνολο της παραγόμενης αξίας. Με βάση αυτό, διαπιστώνουμε ότι η παραγωγή γνώσης και ερμηνείας του κόσμου, επηρεάζει  τόσο το παραγωγικό πεδίο προκείμενου να μειωθεί το κόστος της εργασίας,  όσο και το μη παραγωγικό προκείμενου να προαχθεί ο έλεγχος και η πραγμοποίηση των πάντων.

Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι η επιστήμη έχει λειτουργήσει κατά καιρούς ως ένα δυνητικά ριζοσπαστικό ή προοδευτικό σύστημα, που έδρασε αμφισβητώντας παγιωμένες και ακλόνητες αντιλήψεις για τον κόσμο (όπως η θρησκεία) και λειτούργησε σε στιγμές ως ένα τρυπάνι που δημιούργησε ρήγματα στα μοντέλα του κόσμου που επέβαλε σε παλαιότερες εποχές η κυριαρχία. Ακόμη και σήμερα ο επιστημονικός λόγος, μπορεί να είναι δυνητικά ριζοσπαστικός, σε στιγμές που καταφέρνει να κοινωνικοποιηθεί ή καλύτερα να απαλλότριωθεί. Ταυτόχρονα όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η επιστήμη από την αρχή της ύπαρξης της ως οργανωμένο σώμα ιδεών, διεκδικεί τις δάφνες της αντικειμενικής και μοναδικής αλήθειας μέσα από την παραγωγή και την παρουσίαση χιλιάδων επιτευγμάτων, ενδεδυμένων με ένα πέπλο θετικότητας, που είναι πλήρως αναντίστοιχο με την ουσιαστική συμβολή στις ζωές των ανθρώπων. Οι υποσχέσεις που δίνονται μέσα από τον τομέα της επιστήμης δρουν, όχι για να καλυφθούν οι ανθρώπινες ανάγκες, αλλά περισσότερο για να κατασκευαστούν αυτές και να συγκαλυφθεί η συνολική βία που βιώνεται από τους ανθρώπους, μέσω της επεξήγησης της ως μεμονωμένα ατομικά και φυσικά προβλήματα.

Ταυτόχρονα όμως, όπως και κάθε κλειστό σύστημα που δημιουργείται σε καπιταλιστικά πλαίσια, δυνητικά ενέχει  δημιουργικές αρνήσεις μέσα του. Το παράδειγμα του διαδικτύου, σαν ένα τόπος διαπραγμάτευσης και μάχης σε σχέση με τη διαρκή πάλη της ασφάλειας και του ελέγχου ενάντια στην «απελευθέρωση» των δεδομένων και της πληροφορίας, μας δίνει ένα σύγχρονο παράδειγμα σε σχέση με τη δυνατότητα  της αντίστασης ακόμα και σε τόπους που φαινομενικά ελέγχονται απόλυτα από το κεφάλαιο.  Η επιστήμη, όπως άλλωστε και οι θεσμοί του κράτους, δεν αποτελεί απλά έναν μηχανισμό ελέγχου, αλλά η μορφή της καθορίζεται από την αλληλεπίδραση της με την κοινωνία. Δηλαδή, η επιστήμη σαν ένα σύνολο λόγων, ερευνών και παραγόμενων προϊόντων, δεν  επηρεάζεται μόνο από τις κρατικές στρατηγικές και τις ανάγκες του κεφαλαίου, αλλά και από τις κοινωνικές διεκδικήσεις.

Η επιστήμη δεν έχει προκύψει απλά από την κυριαρχία, αλλά και μέσα από τη διαλεκτική της σχέσης με την κοινωνία και τις αντιφάσεις της. Οπότε, μέσα στους «προοδευτικούς» θεσμούς κομματιών της σύγχρονης επιστήμης βρίσκονται ενσωματωμένοι οι αγώνες και διεκδικήσεις των προγενέστερων κινημάτων για χάρη της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου.

Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι διαφορετικοί επιστημονικοί κλάδοι συνεχίζουν να εκφράζουν τον κυρίαρχο λόγο για το πώς υπάρχουν τα σώματα μας, οι ασθένειες μας, οι επιθυμίες μας και γενικότερα οι ζωές μας. Απλά ο λόγος αυτός δεν υπάρχει αυτόνομα μόνο σε ένα θεωρητικό-συμβολικό πεδίο, αλλά έχει υλικότατες δομές, όσο και προεκτάσεις. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα γιγάντια ποσά που προσφέρονται για έρευνες, τις χιλιάδες υποτιμημένες θέσεις εργασίας που παγιώνονται εξαιτίας της προσφοράς στην επιστήμη, τα δεκάδες τεχνολογικά επιτεύγματα που ξεπηδούν κάθε μέρα, όσο και τα χιλιάδες διαφορετικά φάρμακα που παράγονται για να αντιμετωπίσουν τις ίδιες ασθένειες.

Το ζήτημα που προκύπτει για εμάς, στην εποχή της πληροφορίας που διανύουμε, είναι το ποιος εν τέλει έχει πρόσβαση σε αυτό το σύστημα απόκτησης γνώσης, με ποιον τρόπο συνεισφέρει αυτό στις ζωές των ανθρώπων, καθώς και στην κυκλοφορία και τη συσσώρευση του κεφαλαίου, τόσο μέσω της δημιουργίας παραγωγικών ζωνών, όσο και μέσω της καθυπόταξης των σωμάτων κάτω απ’ την ταμπέλα της φυσικότητας  ή της ρευστότητας των ρόλων (και άρα και της επιτακτικότητας της «θεραπείας» ή της καταστολής).

Μπορούμε να αντιληφθούμε λοιπόν, πως ο επιστημονικός λόγος ενταγμένος στα πλαίσια του κεφαλαίου και της αγοράς (ανα)διαμορφώνει και συγκροτεί τις κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές. Λειτουργεί επομένως με παραγωγικό τρόπο, διαμορφώνοντας τα υποκείμενα και τις σχέσεις, κανονικοποιώντας  και φυσικοποιώντας τις ταυτότητες τους και (μετα)σχηματίζοντας τις κοινωνικές δομές. Η διάσταση αυτή ωστόσο,  δεν μπορεί να ειδωθεί απλώς ως επιβολή και νομιμοποίηση των δομών εξουσίας και ελέγχου, αντίθετα είναι στην ρίζα της διαλεκτική, καθώς ανατροφοδοτείται διαρκώς από τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις. Ο λόγος επομένως (ανα)διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα μετασχηματιματίζεται και ο ίδιος μέσω αυτής.  Μια διαλεκτική διαδικασία σχηματισμού και μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας και του λόγου. Βλέπουμε λοιπόν, πως ο επιστημονικός λόγος μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο επιβολής του κράτους και του κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα, μετασχηματίζεται από τις κοινωνικές αντιστάσεις.

Σε σχέση με το κείμενο της Emily Martin, που αφορά την παρούσα εκδήλωση, βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο η ανοσολογία ως ένα τμήμα του επιστημονικού λόγου δομεί την ανάλυση του. Ο λόγος της ανοσολογίας όπως δομήθηκε κατά τον 20ο αιώνα χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό  μεταφορικές εικόνες με σκοπό να περιγράψει τις διεργασίες του σώματος και τον τρόπο που αυτό νοσεί.  Οι εικόνες αυτές είναι πολεμικές σχεδόν στο σύνολο τους, εφόσον  αντιλαμβάνονται το σώμα ως ένα έθνος κράτος με οριοθετημένα όρια και χαρακτηριστικά, το οποίο βρίσκεται σε διαρκή απειλή  από τους ξένους εισβολείς. Ο «ξένος» κίνδυνος οφείλει να αντιμετωπιστεί και το σώμα – έθνος να παραμείνει σταθερό, αποβαλόντας τα στοιχεία εκείνα που το νοσούν και το καταστρέφουν. Βλέπουμε επομένως πως η ανοσολογία ως μια νέα επιστήμη, επιλέγει στην περιγραφή της να χρησιμοποιήσει τις πολεμικές και εθνικές μεταφορές ως φυσικοποιημένες και αυστηρά προσδιορισμένες έννοιες, οι οποίες μπορούν να γίνουν εύκολα προσλήψιμες και κατανοητές από ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων. Τα τελευταία χρόνια βέβαια γίνεται προσπάθεια από ερευνητ(ρι)ές να χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεταφορικές εικόνες, οι οποίες δεν θα προσομοιάζουν στην οργάνωση του έθνους-κράτους. Ωστόσο στην παρούσα εκδήλωση μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε την κυρίαρχη μερίδα της επιστήμης της ανοσολογίας.

Η ανοσολογία μέσω της πολεμικής- εθνικής εικονοποιίας, αποτελεί άλλο ένα μέσο, το οποίο  καταφέρνει να κατασκευάσει έναν κοινό τόπο, μια κοινή συλλογική ταυτότητα που λαμβάνει μια υλική υπόσταση μέσω του έθνους κράτους.  Μέσα από αντίστοιχες διαδικασίες φυσικοποίησης, διαδικασίες  μέσω των οποίων οι εθνικές αλήθειες καθίστανται αντικειμενικές, φύσει δεδομένες, πραγματικές και αδιαμφισβήτητες, μετασχηματίζεται η συγκυρία σε πεπρωμένο, η ιστορικότητα σε αχρονία και το παρόν σε αιωνιότητα και συγκροτείται η κοινότητα του έθνους. Έρχεται λοιπόν, ο επιστημονικός λόγος της ανοσολογίας –στην προκειμένη-, αλλά κυριότερα άλλων επιστημονικών τομέων, όπως αυτός της ιστορίας ή   της αρχαιολογίας, και (ανα)διαμορφώνει τα ερείσματα του παρελθόντος που θα αποτελέσουν τη βάση για το μελλοντικό διακανονισμό των κοινωνικών σχέσεων. Το παρελθόν μέσω της πρόσληψης και ερμηνείας του, διαμορφώνεται ως φυσική πολιτισμική κοινότητα για να πραγματωθεί ως πολιτική οντότητα στο παρόν και να ολοκληρωθεί στο μέλλον μέσω της «εξιδανικευμένης» πρόσληψης του.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που αναδεικνύει το κείμενο της Emily Martin είναι η πρόσληψη του ανθρώπινου σώματος από την επιστήμη της ανοσολογίας και της βιολογίας.  Η παραδοσιακή βιολογική προσέγγιση αντιλαμβάνεται το σώμα ως αμετάβλητο και σταθερό, το οποίο επιτελεί ορισμένες φυσικές λειτουργίες που το καθορίζουν. Το σώμα προσλαμβάνεται ως υγιές μόνο όταν διατηρεί τη σταθερότητα του, μέσω της ομοιόστασης και άρα οποιαδήποτε εξωτερική προσέγγιση του πρέπει να απορρίπτεται. Έτσι το ανθρωπινό σώμα γίνεται αντιληπτό ως μια φυσική οικουμενική οντότητα, η οποία διακρίνεται από την κοινωνική – πολιτισμική του διάσταση ως διαχωρισμένες σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης. Πάνω σε αυτήν τη βάση φυσικοποιούνται από την επιστήμη της ανοσολογίας και οι έμφυλες διαφοροποιήσεις.  Οι έμφυλες λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, περιγράφονται και επεξηγούνται με βάση την παραδοσιακή πολιτισμική νοηματοδότηση σε σχέση με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές που πρέπει να επιτελούν οι άνθρωποι αναλόγως με το φύλο τους. Οι σωματικές λειτουργίες επομένως εμφυλοποιούνται μέσω της υιοθέτησης των ήδη υπαρχόντων κοινωνικών αντιλήψεων για το πώς διαμορφώνονται οι έμφυλες ταυτότητες. Η διαδικασία αυτή καταφέρνει εν τέλει να φυσικοποιήσει τις σωματικές διαφοροποιήσεις και να τις ανάγει ως κανονικοποιημένες κοινωνικές ταυτότητες.

Οπότε με βάση αυτές τις σύντομες διαπιστώσεις μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμαα, ότι τόσο ο λόγος διαμορφώνει τα σώματα μας,  όσο και τα σώματα μας, αν ερευνηθούν με βάση τη ρευστότητα  και τις αντιφάσεις τους μπορούν να διαμορφώσουν τον λόγο.  Εν  τέλει, το ερώτημα που προκύπτει  για εμάς είναι το αν ο μετασχηματισμός του επιστημονικού λόγου, ή πιο συγκεκριμένα της ανοσολογίας, σε σχέση με την αναπαράσταση των σωμάτων, εμπεριέχει κάποια απελευθερωτική προοπτική για τα σώματα που ασφυκτιούν ή αν απλά προωθεί την ενίσχυση των κεφαλαιακών και των εξουσιαστικών σχέσεων, μέσω της κατασκευής ενός προοδευτικού προσωπείου της δημοκρατίας, που δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να αναπαράγει αποκλεισμούς για άλλα σώματα.

Πολλές φορές ωστόσο, οι απαντήσεις δεν έρχονται δίχως απαιτητικούς διάλογους. Ενώ συχνά, δεν μπορούμε να διατυπώσουμε τα σωστά ερωτήματα, πριν από τη στιγμή που οι αντιστάσεις και οι αντιφάσεις των σωμάτων (μας)  εκφραστούν συλλογικά και δημόσια, και το κράτος από την πλευρά του, επιλέξει να τις διαχειριστεί, είτε για να τις ενσωματώσει, είτε για να τις καταστείλει.

 

εισήγηση σε pdf: Προς-μια-ανθρωπολογία-της-ανοσολογίας- Ομάδα βιβλιοθήκης Φάμπρικα Υφανέτ

το βιβλίο σε pdf: Προς μια ανθρωπολογία της ανοσολογίας. Το σώμα ως έθνος κράτος

 

Ίσως σας ενδιαφέρουν…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *