Anti.nation φεστιβάλ-συνέδριο
για την ανασύνθεση της ανταγωνιστικής κίνησης
για την καταστροφή του καπιταλιστικού κόσμου
7-8-9 Ιουνίου στην κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ
Αφορμή για το συγκεκριμένο κάλεσμα στάθηκαν όλα αυτά που αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε στην Θεσσαλονίκη -αλλά και στην υπόλοιπη χώρα- τον τελευταίο χρόνο, από τη στιγμή δηλαδή, που ανακινήθηκε το ζήτημα της ονομασίας της Μακεδονίας. Η εθνικιστική έκρηξη που ακολούθησε δεν αποτελεί παρθενογένεση, έχει βαθιές ρίζες μέσα στον ιστορικό χρόνο με έντονες ή άλλοτε πιο ήπιες εξάρσεις. Η ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας ως κομμάτι της κρατικής στρατηγικής, τα συλλαλητήρια του ’92 για το μακεδονικό, η εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών σε κάθε είδους εργοστάσια ή χωράφια, η εκβιαστική πορνεία των μεταναστριών, το πανελλαδικό πογκρόμ σε βάρος των αλβανών μεταναστών τον Σεπτέμβριο του 2004, το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια, οι θάνατοι των μεταναστριών στα σύνορα και για όσους επιβιώνουν τα κέντρα κράτησης, η άνοδος των φασιστικών και ακροδεξιών μορφωμάτων -και ο κατάλογος δεν έχει τέλος- είναι μερικές από τις μορφές και τα περιεχόμενα που έλαβε ιστορικά ο εθνικισμός ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία.
Σήμερα, το ζήτημα γύρω από το όνομα της διπλανής χώρας αποτυπώνεται στον δημόσιο λόγο ως σύγκρουση δύο ανταγωνιστικών πατριωτικών/εθνικιστικών όψεων σχετικά με το εθνικό συμφέρον. Από τη μία, έχουμε τον προοδευτικό πατριωτισμό, εκφρασμένος μέσω του ΣΥΡΙΖΑ, κρατικών θεσμών, αλλά και εναλλακτικών δημάρχων. Η διεκπεραίωση του μακεδονικού γίνεται αντιληπτή ως βήμα εθνικής ανάπτυξης, επένδυσης κεφαλαίων, εδραίωσης των συμφερόντων της χώρας στα Βαλκάνια και φυσικά, ως αναγνώριση των παραπάνω ως υπεύθυνων δυνάμεων που συνεισφέρουν στη διεθνή συνεννόηση και την επίλυση των διαφορών. Aπό την άλλη, η αναμόχλευση του ερωτήματος γύρω από το όνομα της διπλανής χώρας αποτέλεσε και τον πυροκροτητή για την ανάδυση του κλασσικού παραδοσιακού εθνικισμού, με λαϊκά δεξιά ερείσματα, που εμφανίζεται και αυτοπροβάλλεται ως αντικαθεστωτικός, σε αντίθεση με παρελθοντικές του εξάρσεις. Επιταχύνθηκε έτσι, μια συνεχής διαδικασία συγκρότησης της εθνικής ενότητας μέσω κοινωνικών διεργασιών, όπως η οικογένεια, το σχολείο και η εκκλησία. Με αυτόν τον τρόπο δόθηκε πάτημα σε έναν όχλο από φασίστες, ακροδεξιούς, χούλιγκαν να αναβαθμίσουν οργανωτικά τις ενέργειες τους και να διεκδικήσουν κομμάτι του δημόσιου χώρου με τις ευλογίες και την κοινωνική νομιμοποίηση από παπάδες και θεσμικούς φορείς, πατριωτικές και πρώην στρατιωτικές ενώσεις, καθώς και πολιτικά κόμματα, δεξιά και αριστερά. Κεντρικά σημεία όλων αυτών αποτελούν το συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη στις 21/1/18 που οδήγησε σε επιθέσεις στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο Σχολείο και την αντισυγκέντρωση στην Καμάρα, και στον εμπρησμό της κατάληψης Libertatia, η επίθεση στην αυτοοργανωμένη αθλητική ομάδα Προοδευτική Έκρηξη Τούμπας κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα, οι εθνικιστικές μαθητικές καταλήψεις, οι συγκρούσεις με τα ματ στις Πρέσπες, τη ΔΕΘ και την πλατεία Συντάγματος.
Παράλληλα, η κινηματική πραγματικότητα που βιώνουμε αποτυπώνει μια αμηχανία, αλλά και αδυναμία να κατανοήσουμε, να αναλύσουμε και να αντεπιτεθούμε στη φαντασιακή κοινότητα του έθνους και τη φασιστική/εθνικιστική εμπροσθοφυλακή της. Να διευκρινίσουμε εδώ, ότι με τον όρο φαντασιακή αναφερόμαστε στον τρόπο συγκρότησης της, αναγνωρίζοντας ότι τα αποτελέσματα της είναι εντελώς υλικά, ενώ ταυτόχρονα, επηρεάζουν τα σώματα και τις ζωές όσων δε χωράμε στις εθνικές αφηγήσεις. Οι αντιιμπεριαλιστικές αναλύσεις, τα σενάρια κατοχής και εξάρτησης και η επίκληση στη διαταξική έννοια του λαού, η αντιφασιστική ιδεολογία ως μονόδρομος, αποτελούν προσπάθειες που δε φαίνεται να μπορούν να απαντήσουν στη σημερινή απαιτητική συγκυρία. Σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε και να μειώσουμε τις ευρύτερες προσπάθειες και τα βήματα που έχουν γίνει, συνολικά από το κίνημα. Απλώς, έχουμε την ανάγκη να μοιραστούμε τους προβληματισμούς, τα αδιέξοδα και την αποτελεσματικότητα ή μη των πράξεών μας όλο το προηγούμενο διάστημα με την όξυνση της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Η διεξαγωγή του φεστιβάλ μπορεί να εκκινείτε από εμάς, αλλά η εξέλιξη και η τελική του έκβαση επιθυμούμε να ξεφύγει από τα χέρια μας και να πλαισιωθεί από κομμάτια του ανταγωνιστικού κινήματος, που θεωρούν σημαντική μια τέτοια συνάντηση και θεωρητική εμβάθυνση. Εφορμούμενοι από αυτό, αναζητάμε τρόπους πραγμάτωσης ενός κινηματικού διαλόγου πάνω στα ζητήματα του έθνους, του εθνικισμού, και πως αυτά σχετίζονται και αλληλοεπιδρούν με το φύλο, την τάξη, ακόμα και τους ίδιους τους αγώνες μας. Πώς δηλαδή, σχετίζονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους οι διάφορες κοινωνικές μορφές της ίδιας καπιταλιστικής ολότητας. Ευελπιστούμε το συνέδριο, δανειζόμενοι τον όρο από τις συναντήσεις του ιταλικού και γερμανικού κινήματος σε περιόδους πόλωσης, να αποτελέσει μια συνάντηση του ανταγωνιστικού κινήματος και να συντελέσει, όσο είναι δυνατό, στην ανασύνθεση μιας κινηματικής δημόσιας σφαίρας. Μιας σφαίρας ικανής να αξιοποιήσει τις προλεταριακές και κινηματικές εμπειρίες και ανάγκες, τα ανταγωνιστικά περιεχόμενα και τις κριτικές τάσεις των αγώνων∙ να αντιληφθεί τις μοριακές αλλαγές και μετατοπίσεις στο κοινωνικό πεδίο με σκοπό την ανατροφοδότηση της κοινωνικής κίνησης για την επίλυση του κοινωνικού –και όχι του εθνικού, όπως προσπαθούν να μας πείσουν- ζητήματος.
Σίγουρα με αυτό το φεστιβάλ, δεν φιλοδοξούμε στην οργάνωση μίας διαχωρισμένης θεωρητικής δραστηριότητας ή ενός ακόμα ακαδημαϊκού debate εννοιών. Βέβαια, έχουμε την πεποίθηση ότι για να αγωνιστούμε ενάντια σ’ αυτόν τον κόσμο, πρέπει πρώτα να τον κατανοήσουμε. Η θεωρητική εμβάθυνση και ανάλυση είναι ένα από τα πράγματα που θεωρούμε σημαντικά, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη συνολικότερη συμμετοχή μας στο ανταγωνιστικό κίνημα. Ειπωμένο αλλιώς, δεν έχουμε κάποιο φετίχ με τη θεωρία, απλά, αναζητούμε τρόπους να ακονίσουμε την κριτική μας σκέψη, να κάνουμε πιο αιχμηρή και επικίνδυνη την πράξη μας, να διαυγάσουμε τι συμβαίνει πριν η ήττα και η απόγνωση νικήσουν, πριν οι ανάγκες μας θαφτούν κάτω από το εθνικό συμφέρον.
Τα αντεθνικά/αντιφασιστικά like και οι ψηφιοποιημένες -πια- πολιτικές διαμάχες των social media, που τείνουν να γίνουν κανονικότητα, θεωρούμε πως είναι -στην καλύτερη- ανεπαρκείς στην ενίσχυση του κινηματικού διαλόγου. Μας ενδιαφέρει η κινηματική αντιπαράθεση στο εδώ και στο τώρα, σε πραγματικό χρόνο, στους τόπους συνάντησης και κυκλοφορίας των αγώνων, στους χώρους ανάλυσης και διάχυσης των ανατρεπτικών λογικών, μέσα στις καταλήψεις, αλλά και έξω από αυτές, σε κάθε σημείο που εδαφικοποιούνται οι συλλογικές μας αντιστάσεις. Συμπληρωματικά, δεν αποτελεί σκοπός μας η παρουσίαση επαναστατικών προγραμμάτων για τη σωτηρία του λαού και η χάραξη συγκεκριμένης στρατηγικής για την «έξοδο από την κινηματική κρίση». Και αυτό γιατί, έχουμε την πεποίθηση ότι δεν μπορούμε να κάνουμε βήματα μπροστά μέσα από έτοιμες στρωμένες λεωφόρους, άλλα μέσα από την πραγματική καθημερινή μας κίνηση και την κατανόηση των αντιφάσεων του καπιταλιστικού κόσμου. Αυτές είναι που μας βοηθούν να παράγουμε ζωντανές ανταγωνιστικές κριτικές και να ανοίγουμε τα δικά μας δύσβατα μονοπάτια.Αν κάτι θέλει να πετύχει αυτό το φεστιβάλ είναι να βγάλει μια κραυγή αγωνίας -αντίστοιχη του πίνακα του Ε. Μουνκ- στην επιβολή σιγής νεκροταφείου που προσπαθεί ή έχει ήδη επιβληθεί. Μια κραυγή για όλα τα παραπάνω, που μας αηδιάζουν και μας πνίγουν με διαφορετικούς τρόπους στην καθημερινότητα, που λέγεται ζωή. Το φεστιβάλ αποτελεί μία προσπάθεια άρνησης. Μιας άρνησης της φαντασιακής κοινότητας του έθνους και της εθνικής ταυτότητας, της εθνικιστικής ιδεολογίας και όλων των ιδεολογιών. Μια αμφισβήτηση της σχέσης κεφάλαιο και της κυριαρχίας του επάνω στις ζωές μας. Αναφερόμενοι στην άρνηση, δεν εννοούμε πως πρέπει απλά να στρέψουμε το βλέμμα μας σε αντίθετη κατεύθυνση, ούτε ότι η απλή δήλωσή της αρκεί για να ξεμπλέξουμε και να εφησυχάσουμε, ότι κάναμε οτιδήποτε περνάει απ’ το χέρι μας. Απεναντίας, εννοούμε να μην αδρανήσουμε και να επιτεθούμε συνολικά στην κοινότητα του έθνους, καθώς και στη βία και στα νοήματα που αυτή παράγει. Θέλουμε να αναζητήσουμε και να διαυγάσουμε τη δυνατότητα συλλογικοποίησης και ενίσχυσης αυτής της άρνησης στην πόλη της Θεσσαλονίκης, και όχι μόνο. Δεν αναφερόμαστε τόσο στην καλύτερη οργάνωση του κινήματος και στη δημιουργία μετωπικών σχημάτων, όσο στην ενίσχυση της κριτικής, της φαντασίας, του περιεχομένου, της επικοινωνίας και κυκλοφορίας των συνολικών πρακτικών ενάντια στο κεφάλαιο- ως τη σχέση που καταδυναστεύει τις ζωές μας- και τα έθνη του. Με αυτό το σκεπτικό, δεν μας ενδιαφέρει ένα φεστιβάλ που θα φέρει την υπογραφή μας, αλλά ένα φεστιβάλ από και για το ανταγωνιστικό κίνημα. Θεωρούμε κομβική την πραγματοποίηση και στήριξη του φεστιβάλ συνεδρίου Anti.Nation στην πόλη της Θεσσαλονίκης όχι μόνο επειδή αποτελεί ένα κέντρο των εθνικών εξελίξεων και τόπο συνάντησης και συνέχισης της «εξέγερσης από τα δεξιά», αλλά και επειδή, αυτή η πόλη θυμάται το πολυεθνικό παρελθόν της μόνο όταν αυτό εισάγεται σε διαδικασία αξιοποίησης κεφαλαίου. Καλούμαστε λοιπόν, να της υπενθυμίσουμε για άλλη μια φορά ότι: «Σε αυτήν την πόλη, σε αυτήν τη χώρα, σε αυτήν την περιοχή, υπάρχουν ακόμα κάποιοι που είναι μπάσταρδοι με μνήμη». Και θα συνεχίσουν να υπάρχουν παίρνοντας θέσεις μάχης, μέχρι η κραυγή αγωνίας να μετατραπεί σε μελωδία συλλογικής οργής.