Το Πογκρόμ του Κέμνιτς
Σε pdf
Εισαγωγή
Το κείμενο αυτό γράφτηκε από σύντροφο που ζει στην (πρώην) Ανατολική Γερμανία και θεωρήσαμε ότι αποτελεί μία ενδιαφέρουσα πρώτη ενημέρωση όσον αφορά στα πρόσφατα γεγονότα του Κέμνιτς (γι αυτό και επιλέξαμε να το μεταφράσουμε). Μπορεί να μην γίνεται μία συνολική κριτική όσον αφορά στο ζήτημα του αντιφασισμού αλλά παρόλα αυτά μας προσφέρονται κάποιες χρήσιμες πληροφορίες και σκέψεις σχετικά με τον γερμανικό κοινωνικό σχηματισμό του κρατιδίου της Σαξονίας, τις μορφές των κινητοποιήσεων όσο και τους συσχετισμούς μεταξύ των εκεί πολιτικών δυνάμεων. Τέλος είναι σημαντικό το γεγονός ότι αναδεικνύεται, πως είναι η δημοκρατική μορφή του κράτους αυτή που απελαύνει μετανάστες, στήνει κέντρα κράτησης ή και πνίγει μετανάστες στο Αιγαίο (στην ελληνική περίπτωση). Παρόλα αυτά εμείς δεν πιστεύουμε ότι η παρανομοποίηση, ο αποκλεισμός από την ιδιότητα του πολίτη, και οι απελάσεις για κάποιους μετανάστες οφείλονται σε κάποιου είδους φασισμό, αλλά σύγχρονη λειτουργία των καπιταλιστικών κρατών προκείμενου να ενσωματώσουν κάποιους από αυτούς/ες ως φθηνή και πειθαρχημένη εργασιακή δύναμη. Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη αποτελεί μεν πράγματι ένα σημαντικό ζήτημα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει μόνο απλά επειδή τα φασιστικά κόμματα καταφέρνουν να συμμετέχουν στα εκάστοτε κοινοβούλια. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των ακροδεξιών κομμάτων λειτουργεί αντικατοπτριστικά όσο αφορά στη γενικότερη αλλαγή των συσχετισμών στο κοινωνικό πεδίο που συνδέεται άμεσα και με τη μορφή της αναδιάρθρωσης εν μέσω της συνεχούς κρίσης συσσώρευσης του κεφαλαίου. Βλέπουμε λοιπόν (και στην ελλαδική πραγματικότητα) όλο και περισσότερα κοινωνικά κομμάτια που υποτιμήθηκαν και περιθωριοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης αναδιάρθρωσης, να δίνουν πλέον νέες μορφές στην κοινότητα του έθνους είτε ως μία φαινομενική αντίσταση στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο είτε ως μία τάση για εξορθολογισμό του εθνικού κεφαλαίου και ανάπτυξη. Οπότε θεωρούμε ότι οφείλουμε, ως ανταγωνιστικό κίνημα να εφεύρουμε νέους τρόπους ύπαρξης και αντιμετώπισης των πατριωτικών φαινομένων που δεν θα πολεμάνε απλά τους δηλωμένους φασίστες αλλά θα δίνουν χώρο και φωνή σε όλες όσες και όσους δεν μπορούμε να αντέξουμε τη σύγχρονη πραγματικότητα, βάζοντας μπροστά τις καθημερινές μας ανάγκες απέναντι σε κάθε μορφή του σύγχρονου εθνικισμού.
Το Πογκρόμ1 του Κέμνιτς
Μπορεί να ακούσατε ήδη γι’ αυτό, μπορεί και όχι. Αυτή αποτελεί μία μικρή ανταπόκριση σε σχέση με τα πρόσφατα γεγονότα του Κέμνιτς στη Σαξονία.
Το Κέμνιτς είναι μία πρώην βιομηχανική πόλη, που έχει περίπου 250.000 κάτοικους και βρίσκεται στο ομόσπονδο κρατίδιο της Σαξονίας. Το γερμανικό κράτος είναι γνωστό για τους πολύ δεξιούς κρατικούς του μηχανισμούς και για το δυνατό φασιστικό κίνημα του δρόμου (Pegida). Το Κέμνιτς επίσης διαθέτει ένα δυνατό φασιστικό κίνημα και για κάποια περίοδο αποτελούσε το “σπίτι” της Νεοναζιστικής τρομοκρατικής ομάδας, National-Socialist Underground (NSU), που είναι γνωστή για την εκτέλεση 9 μεταναστών και ενός αστυνομικού. Υπάρχει ωστόσο, επιπλέον και αριστερή, antifa και αναρχική σκηνή στο Κέμνιτς, με δύο house projects, ένα αυτόνομο κέντρο νέων, μία φεμινιστική ομάδα, ένα τοπικό παράρτημα του αναρχικού σωματείου FAU και αντιφασίστες ακτιβιστές.
Το βράδυ του Σαββάτου προς Κυριακή, στις 26 Αυγούστου, δύο ομάδες ανδρών άρχισαν να καβγαδίζουν κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ του Κέμνιτς. Ένας Ιρακινός και ένας Σύριος λέγεται ότι μαχαίρωσαν δύο Ρώσσο-Γερμανούς και έναν Κουβανό-Γερμανό, με τον τελευταίο, τον Daniel H., να πεθαίνει εξαιτίας των τραυματισμών του.
Την Κυριακή το πρωί, όταν το κοινό έμαθε για τη δολοφονία, η δεξιά ομάδα χουλιγκάνων ποδοσφαίρου, η Kaotic Chemnitz έκανε κάλεσμα στο facebook για διαμαρτυρία στους δρόμους. Το βράδυ περίπου 1000 δεξιοί χούλιγκαν, φασίστες, και οι αποκαλούμενοι, ως αγανακτισμένοι πολίτες συγκεντρώθηκαν και άρχισαν να βαδίζουν προς το Κέμνιτς. Η αστυνομία δεν μπορούσε να τους ελέγξει καθόλου. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της πορείας, ο όχλος άρχισε να κυνηγάει και να χτυπάει μετανάστες.
Ένα τοπικό περιθωριακό φασιστικό κόμμα, το Pro Chemnitz, το οποίο έχει επιπλέον μέλη του να συμμετέχουν στο συμβούλιο της πόλης, κάλεσε σε πορεία την επόμενη μέρα. Εκείνη τη στιγμή αντιφασίστες από το Κέμνιτς και γειτονικές πόλεις όπως τη Δρέσδη, τη Λειψία, την Ιένα, το Έρφρουτ και άλλες άρχισαν να κινητοποιούνται επίσης. Το βράδυ της Δευτέρας, 1000 αντιφασίστες και αντιφασίστριες όλων των τάσεων αντιμετώπισαν ένα μεικτό σώμα που αποτελούνταν από 8000 χούλιγκαν, φασίστες και δεξιούς πολίτες. Η αστυνομία τοποθέτησε μόνο 600 αστυνομικούς, και έτσι, δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τους φασίστες. Κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την πορεία, διάφορες ομάδες μαχητικών παρεών απομακρύνθηκαν από την φασιστική πορεία, με σκοπό να επιτεθούν στους αντιφασίστες. Στο δρόμο από την αντιφασιστική διαδήλωση μέχρι τον σταθμό των τρένων, αντιφασίστες ή ακόμα και τα αμάξια τους, δέχθηκαν επιθέσεις. Την γλίτωσαν φτηνά παρόλα αυτά. Μόνο ένας έμεινε με σπασμένη μύτη.
Η μέρα της Δευτέρα λειτούργησε αφυπνιστικά, όχι μόνο για το ανταγωνιστικό κίνημα άλλα γενικά για τους ανθρώπους. Ήταν ξεκάθαρο ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Την Πέμπτη, ο πρωθυπουργός-πρόεδρος της Σαξονίας, ο Kretschmer, επρόκειτο να συμμετέχει σε μία συζήτηση πολιτών στο Κέμνιτς και αντίστοιχα οι φασίστες θα οργάνωναν μία αντί-διαδήλωση και επιπλέον το Σάββατο θα λάμβαναν χώρα δύο πορείες, οργανωμένες τόσο από το Pro Chemnitz, όσο και από το AfD. Στο τέλος, συμφωνήθηκε να καλεστεί και μία αντιφασιστική διαδήλωση επίσης για το Σάββατο.
Την Δευτέρα, περίπου 900 ακροδεξιοί πραγματοποίησαν πορεία ενάντια στον Πρωθυπουργό-Πρόεδρο, Kretschmer, “στον ψευδόμενο τύπο” , “στο πολιτικό καθεστώς” και ούτω καθεξής. Εκείνη την ημέρα δεν υπήρξαν καταγεγραμμένα συμβάντα.
Το Σάββατο, οι φασίστες και οι αντιφασίστες από όλη τη Γερμανία πήγαν στο Κέμνιτς. Εκείνη τη μέρα συγκεντρώθηκαν 4500 φασίστες και 3500 αντιφασίστες με βάση τις ανταποκρίσεις. Το Pro Chemnitz πραγματοποίησε την πρώτη πορεία και στη συνέχεια ενώθηκε με την πορεία που είχε οργανωθεί από το AfD, μία σιωπηλή πορεία, δήθεν, για να τιμηθεί η μνήμη του θύματος, από την επίθεση με το μαχαίρι. Σε κάποιο σημείο, η πορεία μπλοκαρίστηκε από εκατοντάδες αντιφασίστριες και αντιφασίστες. Μετά από αυτό το γεγονός, η αστυνομία περικύκλωσε τους εκατοντάδες αντιφασίστες, κρατώντας τους περιορισμένους σε ένα χώρο για ώρες ενώ ταυτόχρονα έλεγχε τις ταυτότητες τους. Την ίδια ώρα, οι φασιστικές ομάδες άρχισαν να επιτίθενται στους αντί-διαδηλωτές ξανά. Αρκετοί άνθρωποι τραυματίστηκαν.
Σε κάποιες πόλεις της Δυτικής Γερμανίας διοργανώθηκαν μεγάλες αντιφασιστικές διαδηλώσεις. Στο Αμβούργο σχεδόν 10.000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, στο Βερολίνο, επίσης. Αυτά ήταν θετικά γεγονότα αλλά δεν μπόρεσαν να αλλάξουν την κατάσταση που επικρατούσε επιτόπου. Αυτό δείχνει ότι δεν είναι απλά ότι οι φασίστες κατέλαβαν τους δρόμους αλλά ότι βρισκόμαστε μάρτυρες μπροστά σε μία κατάσταση γενικευμένης πόλωσης.
Την Δευτέρα, 3 Σεπτεμβρίου, μία συναυλία ενάντια στη “δεξιά” και “ενάντια στο μίσος” και με το σύνθημα “είμαστε περισσότεροι/ες” οργανώθηκε στο Κέμνιτς από διαφορετικούς καλλιτέχνες, κάποιους που είναι ευρέως αποδεκτοί στους mainstream κύκλους ( όπως οι “ Kraftklub” και οι “ Die Toten Hosen”), άλλους που είναι δηλωμένοι ανοιχτά ως antifa (όπως οι “ Feine Sahne Fischfilet” και οι “ Egotronic”). Περίπου 65.000 άνθρωποι, με βάση τις ανταποκρίσεις, παρευρέθηκαν στη συναυλία.
Όμως η συναυλία δεν άλλαξε την ισορροπία των δυνάμεων στο δρόμο. Την Παρασκευή, 7 Σεπτεμβρίου, διοργανώθηκε άλλη μία πορεία και πάλι από το Pro Chemnitz. 2000 χιλιάδες φασίστες και περίπου 1000 αντιφασίστριες/ες βρέθηκαν στους δρόμους. Αυτή τη φορά, δεν υπήρξαν συγκρούσεις, με βάση τις μαρτυρίες. Όπως φαίνεται, τώρα τα πράγματα ηρεμούν σιγά σιγά.
Κάποιες σημειώσεις από μία αναρχική προοπτική. Τη Δευτέρα, τη δεύτερη μέρα του πογκρόμ, υπήρχε μόνο μία δύναμη των 600 αστυνομικών και έτσι η πορεία των φασιστών βγήκε εντελώς εκτός ελέγχου. Αυτό δεν ήταν, όπως ισχυρίζονται οι φιλελεύθεροι και οι δημοκράτες, μία αποτυχία της κυβέρνησης. Όλοι/ες γνώριζαν ότι χιλιάδες φασίστες θα συνέρρεαν στο Κέμνιτς και ότι τα πράγματα θα γίνονταν εξαιρετικά βίαια. Θα πρέπει να ήταν μία συνειδητή απόφαση από αστυνομικούς που βρίσκονται στα ανώτερα κλιμάκια και στους κρατικούς μηχανισμούς, να παρατάξουν τόσους λίγους αστυνομικούς, και με αυτό τον τρόπο να αφήσουν την κατάσταση να κλιμακωθεί σε τέτοιο βαθμό. Στα πογκρόμ των προηγούμενων χρόνων συνέβη το ίδιο πράγμα, στο Freital της Σαξονίας τον Ιανουαρίου του 2015, στο Χιντενάου της Σαξονίας και σε άλλα μέρη, επίσης. Φαίνεται ότι αυτή είναι η στρατηγική ενός μέρους των κρατικών μηχανισμών της Σαξονίας (και της Γερμανίας), δηλαδή να ενθαρρύνουν και να ανέχονται τη φασιστική βία του δρόμου και τον τρόμο – σαν μέσο για να πολεμήσουν την ακροαριστερά, να πειθαρχήσουν τον μεταναστευτικό πληθυσμό και να νομιμοποιήσουν τις φωνές για περαιτέρω ανάπτυξη της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών.
Το Σάββατο, την 1η Σεπτεμβρίου, είδαμε μία συμμαχία φασιστών πέρα από τους πολιτικούς διαχωρισμούς: ακροδεξιοί χούλιγκαν του ποδοσφαίρου, τοπικοί φασίστες του Pro Chemnitz, εθνικοσοσιαλιστές του Dritter Weg, φασίστες του κόμματος Die RECHTE, το Ταυτοτικό Κίνημα, το ακροδεξιό λαϊκιστικό κίνημα του Pegida, το ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα του AfD. Αυτό σηματοδοτεί μία νέα φάση στην ιστορία του φασιστικού κινήματος, κάτι που συμβαίνει από το 2012 και μετά. Οι φασίστες δυναμώνουν όλο και περισσότερο και η κλίμακα της βίας του δρόμου αυξάνεται.
Επίσης, όσον αφορά στην αντιφασιστική πλευρά, κατά κάποιο τρόπο έχει δομηθεί οργανικά, μία ενότητα, η οποία επεκτείνεται από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του SPD μέχρι τους αυτόνομους αντιφάδες και τις αναρχικές. Το SPD της Θουριγγίας, παραδείγματος χάριν, χρηματοδότησε λεωφορεία για να φέρει αντί-διαδηλωτές, από την Ιένα, το Έρφρουτ και από άλλες πόλεις, στο Κέμνιτς και σχεδόν όλοι οι αντίφα, οι ριζοσπάστες αριστεροί και οι αναρχικοί από αυτές τις πόλεις, χρησιμοποίησαν αυτά τα λεωφορεία. Υπάρχει μία τεράστια διαμάχη στο κατά πόσο/ ή αν γενικά θα έπρεπε να έχουμε οποιαδήποτε συνεργασία με πολιτικούς και εξουσιαστές αριστερούς και τα τελευταία χρόνια, οι πολλοί/ες από εμάς αρνηθήκαμε κάθε συνεργασία. Κατά τη διάρκεια του πογκρόμ, ωστόσο, αυτή η ερώτηση δεν τέθηκε καν. Αυτό το γεγονός οφείλει να λειτουργήσει αναστοχαστικά για εμάς.
Δημοκράτες πολιτικοί όλων των παρατάξεων (από το συντηρητικό CDU μέχρι και το αριστερό κόμμα) καταδίκασαν γρήγορα τη φασιστική βία στο δρόμο. Ποιο είναι το κίνητρο τους όμως; Πολλοί από αυτούς ήταν ξεκάθαροι σε σχέση με αυτό. Ανησυχούν ότι η φασιστική βία θα δράσει υποτιμητικά για την εικόνα του Κέμνιτς, θα φοβίσει τους επενδυτές και τους enterpreneurs και θα διακινδυνεύσει την ενσωμάτωση των μεταναστών ως φτηνό και ελαστικό εργατικό δυναμικό στη γερμανική οικονομία. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν πολύ λίγοι πολιτικοί που να καταδικάζουν την κρατική βία απέναντι στους μετανάστες, πχ τους εξοργιστικούς ελέγχους της αστυνομίας ή τις απελάσεις, στον ίδιο βαθμό. Επιπλέον, αυτοί οι αντιφασίστες ένιωσαν την αναγκαιότητα να διακρίνουν τους εαυτούς τους από τους αριστερούς και τους ριζοσπάστες αντιφασίστες, βάζοντας τους στο ίδιο τσουβάλι με τους φασίστες ως “εξτρεμιστές. Το αντικείμενο του αντιφασισμού τους, δηλαδή ο κρατικός αντιφασισμός, λειτουργεί έτσι ώστε να διατηρεί μία ορισμένη ισορροπία των δυνάμεων προκειμένου να συνεχίζεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση και άσκηση της κρατικής εξουσίας να κυλά ομαλά.
Το AfD είναι το τρίτο δυνατότερο κόμμα στη Γερμανία. Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017, κέρδισε το 12,5 % των ψήφων. Σε κάποια κρατίδια, όπως στη Σαξονία, κέρδισε περίπου το 25%, και έτσι έγινε το δεύτερο δυνατότερο κόμμα. Στη Σαξονία, όπου οι κρατικές εκλογές πρόκειται να συμβούν μέσα στο 2019, σύμφωνα με αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, ο μόνος πιθανός σχηματισμός κυβέρνησης, θα προκύψει μέσα από μία κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ του συντηρητικού CDU και του φασιστικού AfD. Η στρατηγική τους, έτσι όπως εκφράζεται από τον αρχηγό του AFD και ακροδεξιό διανοούμενο Björn Höcke, είναι να μετασχηματίσουν το δημοκρατικό σύστημα σε ένα εξουσιαστικό καθεστώς. Αυτό θα συμβεί, με βάση τους ισχυρισμούς τους, μέσα από μία εθνική αντιπαράθεση σε τρία μέτωπα: το AfD σαν μία κοινοβουλευτική δύναμη, οι Νεοναζί σαν ένα κίνημα δρόμου, και σε τρίτο επίπεδο, από τα απογοητευμένα τμήματα του κρατικού μηχανισμού, πχ τους μπάτσους, τους δικαστές, τους κρατικούς εισαγγελείς, τους στρατιωτικούς. Αυτή η στρατηγική αποδεικνύεται επιτυχημένη. Το AfD είναι ήδη το τρίτο δυνατότερο κόμμα. Οι σκηνές δρομίσιας βίας του Κέμνιτς, έδειξαν την αυξανόμενη δύναμη του φασιστικού κινήματος. Επιπλέον υπάρχουν πολλοί μπάτσοι, στρατιωτικοί, δικαστές και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι στο AfD είτε βρίσκονται σε σύνδεση μαζί του. Για να δώσουμε μόνο ένα παράδειγμα για εκείνες τις ημέρες. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Κέμνιτς, ένας σωφρονιστικός υπάλληλος διέρρευσε το ένταλμα σύλληψης για τον ύποπτο για τη δολοφονία του Daniel H. στους φασίστες, οι οποίοι στη συνέχεια το δημοσίευσαν. Πριν το διαρρεύσει, συζήτησε αυτή την κίνηση του, σχεδόν με δώδεκα συναδέλφους τους σε μία ομάδα του WhatsApp.
Ο φασισμός, ωστόσο, δεν αποτελεί μία απόπειρα της νέας δεξιάς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι οι συντηρητικοί, οι σοσιαλδημοκράτες, οι οικολόγοι, και σε κάποια κρατίδια όπως το Βερολίνο και στη Θουριγγία, ακόμα και αριστεροί πολιτικοί, αυτοί που οργανώνουν το σύγχρονο καθεστώς των απελάσεων- και όχι το AfD. Κατά τη διάρκεια του πογκρόμ του Κέμνιτς ήταν η αστυνομία της Σαξονίας, όργανο ενός κρατιδίου που καθοδηγείται από μία συντηρητική και σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, η οποία έδωσε το ελεύθερο στους φασίστες να επιτεθούν στους αντιφασίστες. Μετά το πογκρόμ του Κέμνιτς, ήταν ο Πρωθυπουργός-Πρόεδρος της Σαξονίας, που ανήκει στο CDU, και ο αρχηγός των Γερμανικών Μυστικών Υπηρεσιών, και της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την Προστασία του Συντάγματος, αυτοί που αμφισβήτησαν και αρνήθηκαν την ύπαρξη οποιασδήποτε βίας του όχλου ενάντια στους μετανάστες στο Κέμνιτς – όχι το AfD. Ακόμα και η Sara Wagenknecht, μία πολιτικός του Die Linke, και όχι του AfD, ήταν αυτή που υπερασπίστηκε τον ακροδεξιό όχλο δηλώνοντας ότι δεν ήταν όλοι οι διαδηλωτές φασίστες, και ότι πολλοί από αυτούς ήταν κοινωνικά δυσαρεστημένοι πολίτες.
Όταν ληφθούν όλα υπόψη, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μία απαίσια κατάσταση και πολλοί/ες από εμάς αισθανόμαστε αρκετά ανήσυχοι/ες για το μέλλον.