ΠΑ 19.05 19:00 ΚΑΜΑΡΑ | Αντιεκλογική συγκέντρωση – μικροφωνική
Τον Γενάρη του 2015 διατυμπανιζόταν δεξιά και αριστερά αυτή η περιβόητη ελπίδα που έρχεται. Σε μια περίοδο δεκαετιών δεξιών και κεντροδεξιών κυβερνήσεων, λιτότητας και περικοπών λόγω μνημονίων και, κυρίως, ήττας και ξεφουσκώματος ενός πλατιού κοινωνικού κινήματος, αυτό των πλατειών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να μοστράρει, ενόψει εθνικών εκλογών, το σλόγκαν «η ελπίδα έρχεται» ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη. Ήδη εντός των κινητοποιήσεων ενάντια στη λιτότητα την περίοδο 2010-2012, υπήρχε μια πιο θεσμική τάση, η οποία ενδεχομένως να διευρύνθηκε όταν κι άλλος κόσμος αντιλήφθηκε τα όρια των κινήσεων αυτών. Παρά τη δυναμική που ανέπτυξαν, δεν κατάφεραν ούτε να ξεπεράσουν ένα πλαίσιο αγανάκτησης, ούτε να σταθούν ικανές να βάλουν ένα συνολικό εμπόδιο στη φτωχοποίηση, με αποτέλεσμα εν τέλει να ξεφουσκώσουν. Και αφού φαίνονταν ανίκανες να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή μέσα από τον «δρόμο», ίσως η «αλλαγή» να βρισκόταν στις κάλπες. Αυτό ακριβώς το «ίσως» πήρε ο διαφημιστής του ΣΥΡΙΖΑ και το μετουσίωσε σε «ελπίδα». Η ιστορία από εκεί και έπειτα είναι λίγο πολύ γνωστή: αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να μετατρέψει την Ελλάδα σε σοσιαλιστική χώρα, συνέχιση της αναδιάρθρωσης και της επίθεσης στους απεργούς/μετανάστες/καταληψίες, απογοήτευση όσων είχαν πιστέψει στην ελπίδα και επιστροφή στη δεξιά ασφυκτική, μα συνάμα σταθερή αγκαλιά, εκλογή ΝΔ κλπ.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Οκτώ χρόνια από τις θριαμβολογίες περί ελπίδας, άρχισαν να ξανακούγονται φωνές που τη μνημονεύουν. Αυτή τη φορά όμως, οι φωνές δεν εκκινούν από ένα θετικό βλέμμα προς το μέλλον, αλλά ως έκφραση μιας μη-ελπίδας, σε μια αν μη τι άλλο δυστοπική πραγματικότητα. Πλέον, ελάχιστοι πιστεύουν ότι μια πιο αριστερή διακυβέρνηση μπορεί να ανασχέσει την επίθεση που βιώνουμε σε κάθε πτυχή των ζωών μας, αρκετοί είναι όμως αυτοί που ευελπιστούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ίσως και να καταφέρει να μαλακώσει το γκλοπ, να αποκρύψει τις εικόνες φρίκης, να εξομαλύνει τον πόλεμο για κάποιους – διατηρώντας (ή και εντείνοντάς) τον βέβαια για κάποιους άλλους. Σε αυτή τη συνθήκη γενικευμένης αναδιάρθρωσης, κατακερματισμού και καταστολής, οι διάφορες γνωστές μορφές συνάντησης, αγώνα και συνδικαλισμού φαίνεται να παραπαίουν. Τα σωματεία και οι απεργίες έχουν απωλέσει την κοινωνική δυναμική τους, δίκτυα σχέσεων που ξεπήδησαν μετά τον προηγούμενο κύκλο αγώνα (βλ. σύλλογοι, πολιτικές ομάδες, συνελεύσεις γειτονιάς) διαλύονται ή αποδυναμώνονται και οι πορείες ενώ καταφέρνουν ενίοτε να είναι μαζικές και δυναμικές, ο κόσμος δεν φαίνεται να τις πλαισιώνει σταθερά. Παρατηρούμε δηλαδή, ότι ενώ ανά στιγμές η κοινωνική οργή ξεχειλίζει και ψάχνει τρόπους να αποτυπωθεί στον δημόσιο χώρο και να βάλει όριο στη συνεχή επίθεση που δεχόμαστε, φαίνεται να απουσιάζει ένα συνολικότερο/συλλογικότερο όραμα. Ως ένα αποτέλεσμα της παραπάνω συνθήκης ερμηνεύουμε και τη στροφή κάποιου κόσμου προς την κάλπη ή τέλος πάντων την αναμονή των αποτελεσμάτων των εκλογών, ώστε να δει τι επιφυλάσσει το κοντινό μέλλον μιας και αυτή φαντάζει να είναι η μοναδική διέξοδος από τη δυστοπία που βιώνουν.
Το γιατί εμείς από την άλλη δεν θεωρούμε ότι μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά κάτι με την ενδεχόμενη ψήφιση μιας αριστερής κυβέρνησης έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε συνολικότερα το κράτος. Συνοπτικά, βλέπουμε το κράτος ως την αποτύπωση των αποτελεσμάτων της ταξικής πάλης, δηλαδή του συνεχούς ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Το κράτος δεν εξυπηρετεί απλώς τα συμφέροντα της κυριαρχίας, αλλά αναδιπλώνεται ανάλογα με την έκβαση των συγκρούσεων μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων. Με άλλα λόγια, το κράτος δεν είναι ένα εργαλείο που στα χέρια του «πιο δίκαιου» θα χρησιμοποιηθεί με σωστό τρόπο προς όφελος του λαού, αλλά είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού ανταγωνισμού. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν αφορά μόνο στις εργασιακές σχέσεις εκμετάλλευσης στις οποίες υπάρχουμε, αλλά βρίσκεται σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας και προσδιορίζει το πώς υπάρχουμε, είτε μεταξύ μας είτε απέναντι στις καθημερινές σχέσεις εξουσίας που βιώνουμε. Προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τους έμφυλους ρόλους που αναπαράγουμε, τη φυλετική υπεροχή που στιγματίζει κάποιους ως «άλλους» και τους εκτοπίζει, μέχρι και τις μικρές διαφορές που έχουμε μεταξύ μας που τελικά μετατρέπονται σε περιορισμούς. Και γι’ αυτό μας απωθούν τα μεγάλα αφηγήματα, οι συζητήσεις σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο και οι οικονομίστικες αναλύσεις, γιατί το μόνο που καταφέρνουν είναι να μετατοπίσουν την κουβέντα στο πεδίο της Πολιτικής (με π κεφαλαίο) και να αποκρύψουν τις πραγματικές συγκρούσεις της καθημερινής ζωής. Δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να αναπαράγουμε τις διαφορές που το κράτος ορίζει ως κεντρικές και άξιες να μας διαχωρίσουν. Μια συνθήκη δηλαδή, όπου πάντα κάποιοι θα είναι παράταιροι, λιγότερο σημαντικοί, θα πρέπει να περισσεύουν και να υποτιμούνται παραπάνω από εμάς, υπενθυμίζοντας διαρκώς ότι μπορεί να βρεθούμε στη θέση τους. Και σίγουρα δεν μας ενδιαφέρει να συμμετάσχουμε σε μια αρρωστημένη αριθμητική ενσωματωμένων vs περιττών.
Στο παραπάνω πλαίσιο κι εφόσον αντιλαμβανόμαστε το πεδίο της πολιτικής ως ταυτόσημο με αυτό της καθημερινότητάς μας, η ανάγκη να παρέμβουμε και να καθορίσουμε σε ζωντανό χρόνο τις ζωές μας δεν θα μπορούσε να περνάει μέσα από την ανάθεσή τους στους εκάστοτε σωτήρες που ψηφίζονται κάθε 4 χρόνια. Οι αλλαγές που πραγματοποιούνται (και) σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, θεωρούμε πως καθορίζονται και από τις επιμέρους κοινωνικές κινήσεις, οι οποίες είτε αναγκάζουν το κράτος να αναδιπλωθεί, είτε επιτρέπουν την αναδιάρθρωση να συνεχίσει να περνάει από πάνω μας.
Σε μια κατακερματισμένη καθημερινότητα που οι ρόλοι μοιάζουν τόσο διαμοιρασμένοι ώστε να μην μπορούμε ποτέ να συναντηθούμε, θέλουμε να βρούμε τους χρόνους και να φτιάξουμε τα σημεία αυτής της συνάντησης που τόσο χρειαζόμαστε. Να μοιραστούμε το φαινομενικά ατομικό αίσθημα της απόγνωσης που μας κερνάει η καθημερινή επισφάλεια ώστε να το διαρρήξουμε και να διεκδικήσουμε την ανατίμησή μας, να αμφισβητήσουμε τους ασφυκτικούς ρόλους που καλούμαστε να επιτελέσουμε, να διακόψουμε το συνεχές τρέξιμο για ένα «καλύτερο αύριο». Να καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τον μύθο της Πολιτικής ως της διαχωρισμένης σφαίρας που μας πετάει απ’ έξω και περιμένει από ‘μας μόνο μια ψήφο. Από τις γυναικοκτονίες στα σπίτια, στις δολοφονίες Ρομά στον δρόμο και από τις επαναπροωθήσεις μεταναστριών μέχρι τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη, να ενώσουμε αυτές τις τελίτσες που σκιαγραφούν την καθημερινή μας υποτίμηση, ώστε να αναδείξουμε την πολιτική διάσταση της καθημερινότητας. Να αρνηθούμε τη διάκριση και την ιεράρχηση ανάμεσα στις ανάγκες και τις επιθυμίες μας ώστε να φέρουμε τους δικούς μας όρους κάλυψής τους στο προσκήνιο. Γιατί εξακολουθούν να παραμένουν πολλαπλοί και διαχυμένοι οι καθημερινοί μικροί και μεγάλοι αγώνες που έχουμε να δώσουμε στα σπίτια, στους δρόμους, στις δουλειές, στις σχέσεις μας.