μικρή ιστορία για τη διάσωση της μνήμης
Δύο τρία πράγματα που ξέρω για αυτήν…
Καταλάβαμε το κτήριο της Υφανέτ στις 20 Μάρτη του 2004. Η επιλογή είχε να κάνει με την επιθυμία για δημιουργίας, από την πλευρά μας, ενός χώρου ελευθερίας επιθετικού προς το υπάρχον, μέσα στην πόλη. Ερχόμενοι σε επαφή με την γειτονιά, ανακαλύψαμε ότι η εγκατάλυψη δεν αφορούσε μόνο το κτήριο σαν κτήριο, αλλά και την ιστορία με την οποία είναι αυτό συνδεδεμένο. Αυτο που έχει καταγραφεί κοινωνικά ως ιστορία της Υφανέτ είναι μια ιστορία παρακμής και πρέζας, ή στην καλύτερη περίπτωση μια ιστορία παιδικών αναμνήσεων,όπου το κτήριο ήταν μια τεράστια αλάνα. Στόχος αυτής της μπροσούρας, με όλες τις πιθανές ελλήψεις και απλουστεύσεις, είναι η απόπειρα καταγραφής της “άλλης” ιστορίας της Υφανέτ, αυτής που συνδέεται με τις εργατικές διεκδικήσεις και τη συλλογική αντίσταση στην εκμετάλλευση.
Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, λέει ένα παλιό ρητό. Αν ο καπιταλισμός σήμερα έχει καταφέρει να εμφανίζεται ως αιώνιος και ανίκητος, δεν είναι τόσο επειδή έχει “προοδεύσει”, όσο επειδή κατάφερε να εξαφανίσει, σχεδόν ολοκληρωτικά, από τα μυαλά και τη φαντασία των υπηκόων του τη θέληση ενός απελευθερωτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Επειδή κατάφερε να νικήσει σε όλα τα μικρά και μεγάλα μέτωπα, να καταπνίξει όσες αντιδράσεις ξέσπασαν εντίον του, γράφοντας και την αντίστοιχη ιστορία. Μια ιστορία που δεν χρειάζεται να εξιστορήσει τις όποιες νίκες , αφού αυτή η ίδια (η ιστορία) είναι η νίκη. Σε αυτά τα πλαίσια, η καταγραφή της όποιας αμφισβήτησης, αγώνα, αντίστασης, όσο αποσπασματική ή μερική και αν υπήρξε, έχει και από μόνη της σημασία, αφού δείχνει ότι η επιβολή και εδραίωση του καπιταλισμού δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο φαίνεται. Σίγουρα, έχει σημασία να τονίσουμε ότι στην εργατική ιστορία της Υφανέτ συναντούμε στιγμές αντίστασης και συλλογικοποίησης, στιγμές ρήξης και αλληλεγγύης. Πράγματα που σήμερα φαντάζουν εξωπραγματικά, χωρίς να αποκλείουμε ότι συνέβαινε και τότε. Σήμερα, σε μια εποχή όπου ο κυρίαρχος κοινωνικός κανόνας φαίνεται να συνοψίζεται στο “πρώτα η πάρτη μου”.
Αναπόφευκτα, τίθεται, πέρα από όλα αυτά, και το ερώτημα ποια είναι η σχέση η δική μας με τους αγώνες που περυγράφονται στα κείμενα του εντύπου. Να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας και την πράξη της κατάληψης συνέχεια των αγώνων του παρελθόντος. Αφενός, το είπαμε και στην αρχή για να μην δημιουργούνται παρανοήσεις, όλη αυτή η, προφορική και γραπτή, ιστορία μας έγινε γνωστή αφού μπήκαμε στην Υφανέτ, αφού δηλαδή είχαμε κάνει την επιλογή της κατάληψης του συγκεκριμένου χώρου. Αφετέρου, δεν είμαστε συνέχεια του παραδοσιακού εργατικού κινήματος, που είχε ως βάση το εργοστάσιο, και με έναν άλλο, βαθύτερο τρόπο:
Μπορούμε, χονδρικά, να πούμε ότι μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, το επαναστατικό εργατικό κίνημα ήταν συνώνυμο με το εργατικό κίνημα. Τα προλεταριακά κινήματα του 19ου και 20ου αιώνα με τους αγώνες και την αλληλεγγύη τους, τα συνδικάτα αλλά και τα κόμματα τους, τις νίκες και τις ήττες τους, δημιούργησαν σημασίες και δομές (όπως, για παράδειγμα, οι συμβουλιακές μορφές οργάνωσης) ανθεκτικές στο χρόνο, που συνεχίζουν να μας εμπνέουν μέχρι σήμερα. Το πρόταγμα της αυτονομίας, μιας αυτοκαθοριζόμενης, ελεύθερης κοινωνίας, εδώ στη γη και όχι στον παράδεισο, αναδύθηκε εντός αυτών των κινημάτων.
Από την άλλη, δεν μπορούμε σήμερα να αγνοήσουμε την ιστορική τομή που επήλθε σε πολλές χώρε του κόσμου τις δεκαετίς ’60 και ’70 και έμεινε γνωστή στην ιστορία ως “68”, με πιο γνωστό (αλλά όχι και απαραίτητα πιο σημαντικό) εκπρόσωπο στις συνειδήσεις των περισσότερων το γαλλικό Μάη. Αν και κάτι έχει μείνει, σχηματικά, ως πείρα από το ’68 και μετά είναι η συνειδητοποίηση ότι η εξουσία είναι ενα δίκτυο σχέσεων, που δεν αφορά μόνο την οργάνωση και τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά επεκτείνεται σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι η συνειδητοποίηση ότι τα κινήματα ανατροπής του καπιταλισμού δεν θα έχουν κάτι λιγότερο να κάνουν από το να αντιμετωπίσουν πρακτικά το καθολικό πλέγμα εξουσιών σε όλες τις εκφάνσεις εκμετάλλευσης φύλου, φυλής, ηλικίας, δεξιοτήτων, αναγκών, επιθυμιών. Προφανώς, με αυτό δεν υπαινισσόμαστε την απαξίωση των εργατικών αγώνων, αλλά εννόουμε ότι αυτοί δεν αποτελούν το προνομιακό, αλλά ένα ακόμα πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Κι αυτό γιατί τέτοια προνομιακά πεδία, απλώς, δεν υπάρχουν. Αντίθετα, τα πεδία του ανταγωνισμού (θα) είναι τόσα, όσα η φαντασία και η πράξη των εκμεταλλευόμενων καταφέρει να δημιουργήσει.
Φάμπρικα Υφανέτ
Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2004