“οι πατριώτες δυστυχώς είναι πολλοί… …και κυκλοφορούν ανάμεσά μας” κείμενο με αφορμή το αντιαλβανικό πογκρόμ της 4ης Σεπτεμβρίου του 2004
Το κείμενο με τίτλο “Οι πατριώτες δυστυχώς είναι πολλοί… και κυκλοφορούν ανάμεσα μας” κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2004 από την κατάληψη της Φάμπρικα Υφανέτ με αφορμή τη διαδήλωση ενάντια στο αντιαλβανικό πογκρόμ της 4ης Σεπτέμβρη 2004.
οι πατριώτες
δυστυχώς είναι πολλοί…
…και κυκλοφορούν ανάμεσά μας
Ο εθνικισμός δεν αποτελεί προνόμιο μιας δράκας ακροδεξιών, ούτε οπισθοδρόμηση ή αναχρονισμό. Αντίθετα, αποτελεί συστατικό και αναπόσπα στο στοιχείο του σύγχρονου κράτους. Παρόλο που σήμερα παρουσιάζεται ως ο φυσικός τρόπος οργάνωσης των κοινωνιών ανέκαθεν, το έθνος-κράτος αποτέλεσε δημιούργημα των τελευταίων 200 χρόνων περίπου αν λάβουμε ως ορόσημο τη Γαλλική Επανάσταση. Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας αποτέλεσε τη μήτρα του νεωτερικού κράτους, παρουσιάζοντας το ως την ολοκλήρωσή της. Κι αντίστροφα, όμως, το κράτος συνέβαλλε κι αυτό με τη σειρά του στη σφυρηλάτηση και ενδυνάμωση αυτής της ταυτότητας αποκλείοντας, καταστέλλοντας και αφομοιώνοντας ό, τι θα μπορούσε να την αμφισβητήσει. Ένας από τους τρόπους ύπαρξης και επιβολής της κυρίαρχης πραγματικότητας αποτελεί το γεγονός ότι συχνά η κριτική (ή “κριτική”) απέναντί της προσαρμόζεται στις ακρότητες αυτής. Για παράδειγμα, το πρόβλημα είναι μόνο 5, 10, 100 πολυεθνικές και όχι ένα σύστημα που παράγει την εκμετάλλευση, τη βία, την ιεραρχία. Αντίστοιχα, το πρόβλημα είναι οι ακραίες εκδηλώσεις εθνικισμού και όχι ο πυρήνας και η ίδια η έννοια του εθνικισμού. Ο εθνικισμός εδώ νοείται ως η θεώρηση που τοποθετεί στο κέντρο της τα έθνη ως υποκείμενα κοινωνικής και ιστορικής εξέλιξης, που αποδέχεται το έθνος ως αυτονόητο και επιθυμητό τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών. Γι’ αυτό και δεν αποδεχόμαστε το συνηθισμένο διαχωρισμό του “κακού εθνικισμού” από τη μία και του “καλού πατριωτισμού” από την άλλη. Στους καιρούς της αισθητικής αθλιότητας και διανοητικής μιζέριας που ζούμε μια ριζοσπαστική κριτική άξια του ονόματός της δεν έχει να καταδείξει τίποτα λιγότερο από το εξής: κάθε έθνος, κάθε πατριωτισμός βρωμάει απ‘ την κορυφή μέχρι τα νύχια.
μια μικρή ιστορική αναδρομή
Σε αυτό το σημείο θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε σχηματικά τη διαδρομή και τις μεταμορφώσεις του εθνικισμού/πατριωτισμού στην ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες, χρησιμοποιώντας κάπως αυθαίρετα ως σημείο τομής το 1974, όταν και επανεγκαθιδρύεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ξεκινώντας, να πούμε ότι, μάλλον σε αντίθεση με την κρατούσα αντίληψη, ο εθνικισμός δεν αποτελεί ίδιον της “δεξιάς”. Αντίθετα, αποτέλεσε και αποτελεί χαρακτηριστικό και της πλειοψηφίας της ελληνικής Αριστεράς. Εδώ δεν εννοούμε τόσο τις κοινές πορείες ΚΚΕ και Χρυσής Αυγής κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία το ’99, όσο τον ίδιο τον πυρήνα της αντίληψης περί εξάρτησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από τους ιμπεριαλιστές και τα ξένα συμφέροντα. Αντίληψη που κι αυτή με τη σειρά της δεν χαρακτηρίζει μόνο την Αριστερά, αλλά διαπερνά όλο το πολιτικό στερέωμα οριζόντια, κάθετα και διαγώνια. Για λόγους διάφορους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, ήδη από το 1974 και μετά, ο προβληματισμός για την “εθνική υπανάπτυξη” και για το πώς θα αναπτυχθεί το “έθνος” αυτόνομα και ανεξάρτητα κυριάρχησαν όχι μόνο εντός του τότε κινήματος, αλλά έγιναν ο φάρος, το σημείο αναφοράς σχεδόν ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Συμπύκνωση αυτού του πράγματος αποτέλεσε η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το ’81. Το “Η Ελλάδα στους Έλληνες” ήταν το αίτημα ενός εθνικισμού ακόμα αμυντικού, το αίτημα μιας αριστεράς που έγινε κράτος, που κουβαλούσε ακόμα το σύνδρομο του κατατρεγμένου, του διαρκούς θύματος. Τώρα πια όμως όχι σε ενδοεθνικό αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν κάτι εξέφραζε ο πατριωτισμός των eighties ήταν η προσπάθεια μιας κοινωνίας (ή πιο σωστά της πλειοψηφίας της) να πιάσει επιτέλους την καλή, να βολέψει αυτήν και τα παιδιά της “χρησιμοποιώντας” το κράτος. Τι γίνεται όμως όταν η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα; Όταν το κράτος δεν μπορεί να διατηρήσει αυτό το σύστημα παροχών, την αναδιανομή με κοινωνικό πρόσωπο; Τι γίνεται όταν η δεδομένη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων αποτελεί εμπόδιο στην επιλογή κράτους και κεφαλαίου να ισχυροποιήσουν τη θέση τους τόσο εντός όσο και εκτός; Αυτό που γίνεται/έγινε είναι: κρίση και αναδιάρθρωση. Βρισκόμαστε στα τέλη των 80ς, αρχές των 90ς, σε μία εποχή που ο κόσμος αλλάζει ραγδαία. Τα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ καταρρέουν το ένα μετά το άλλο, παράγοντας στρατιές μεταναστών. Η κορυφή του ελληνικού κράτους μόλις έχει βγει από έναν ενδοαστικό εμφύλιο (η περίφημη “κάθαρση”). Από τη μία, έχει βάλει ως κύριο στόχο την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προωθώντας ένα σύνολο μέτρων, όπως ιδιωτικοποιήσεις, εκκαθάριση των προβληματικών, αλλαγές στην εκπαίδευση, κτλ. Από την άλλη, έχει να αντιμετωπίσει στη βάση του ένα κύμα κοινωνικών συγκρούσεων που είχε χρόνια να δει και μάλλον δεν έχει ξαναδεί έκτοτε.Οι πιθανοί δρόμοι αυτής της αναδιάρθρωσης ήταν σχηματικά οι εξής δύο: ή οι κοινωνικές αντιστάσεις θα την εμπόδιζαν οξύνοντας την κρίση, ή η αναδιάρθρωση θα προχωρούσε δημιουργώντας παράλληλα ένα νέο ενοποιητικό όραμα κράτους και κοινωνίας. Το πρώτο επιχειρήθηκε να γίνει προς τιμήν όλων αυτών των υποκειμένων που τα έπαιξαν όλα για όλα σε περιπτώσεις όπως οι απεργίες της ΕΑΣ, οι απεργίες στα μεταλλεία του Μαντουδίου, στην Πειραϊκή-Πατραϊκή και αλλού. Όμως οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν. Το δεύτερο; Η απόσπαση της κοινωνικής συναίνεσης και η ρύθμιση των κοινωνικών ταξικών σχέσεων έπρεπε να οργανωθούν σε νέες βάσεις. Αντίστοιχα, έπρεπε να διαφοροποιηθεί και το πατριωτικό φαντασιακό, να βρει νέα πρώτη ύλη αφού η προηγούμενη ήταν ήδη αρκετά μπαγιάτικη. Όχι μόνο μπαγιάτικη αλλά και “αναχρονιστική” για το ίδιο το κράτος, αν αναλογιστούμε ότι ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία του λόγου των απεργών στις προβληματικές ήταν η κατηγορία ενάντια στην κυβέρνηση για ξεπούλημα του εθνικού πλούτου. Το νέο εθνικιστικό/πατριωτικό φαντασιακό θεμελιώθηκε πάνω στην αναβάθμιση του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας του, ή αλλιώς το άνοιγμα της ελλάδας στον κόσμο. Και η πρώτη ύλη: οι μετανάστες, οι οποίοι αλέστηκαν (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στους μύλους της εθνικής ανάπτυξης.Η ανάπτυξη εδώ δεν πρέπει να εννοηθεί μόνο ως υλική-οικονομική, αλλά και ως ευρύτερα ιδεολογική, ως η αίσθηση ότι “επιτέλους η ελλάδα και οι έλληνες μετράνε, είναι κάτι”. Τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, οι δολοφονίες μεταναστών στα σύνορα και στην ενδοχώρα, το ΚΛΙΚ και το ΜΑΧ, ελληνικός στρατός και επενδύσεις στα Βαλκάνια αλλά και όπου αλλού έφτανε το χέρι του ελληνικού κράτους εξέφραζαν την τάση/επιθυμία ενός κοινωνικού σχηματισμού να βγει από το καβούκι του και να διεκδικήσει επί ίσοις όροις το μερίδιο του όχι πια από την εθνική αλλά απ’ την παγκόσμια αναδιανομή του πλούτου. Φυσικά αυτή η μετάλλαξη δεν έλαβε χώρα από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά δουλεύτηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Ήταν μια διαδικασία όχι χωρίς αντιφάσεις και στο μεγαλύτερο μέρος της υπόγεια, καθημερινή και ελάχιστα θεαματική.Θεσμική έκφραση αυτού του πράγματος ήταν το φαινόμενο που πήρε το όνομα εκσυγχρονισμός, όπου το “Πρώτα η Ελλάδα” αποτέλεσε την και-με-την-κρατική-βούλα-επικύρωση του κυρίαρχου κοινωνικού κανόνα της εποχής: “πρώτα η πάρτη μου”.
η νέα σύνθεση της εθνικής ταυτότητας
–ο ηττημένος, ο “ξένος” και ο πλούσιος
Από καταβολής ο εθνικισμός τείνει να ομογενοποιεί τον πληθυσμό, παραβλέποντας διαφορές φύλου, τάξης, κοινωνικού ρόλου και συνενώνοντας αυτές τις αντιθέσεις προάγει πάνω απ’ όλα την εθνική ταυτότητα.Ο εθνικισμός όχι μόνο δεν έπεσε θύμα της παγκοσμιοποίησης –που από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έκανε την εμφάνισή της ως έννοια και στην Ελλάδα αλλά αναζωογονήθηκε, προσφέροντας μία ταυτότητα “ασφαλή και διαχρονική” απέναντι στην “απειλή της Νέας Τάξης”.
Στο όνομα λοιπόν της εθνικής ενότητας η ρητορεία του “Πρώτα η Ελλάδα” άγγιξε τη καρδιά των μικροαστικών φαντασιώσεων. Από τη μία, το πρόταγμα της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού χρησίμευσε ως αποτελεσματικότατο εργαλείο επιβολής κοινωνικής ειρήνης, τοποθετώντας όλους τους έλληνες, καταπιεστές και καταπιεσμένους, κάτω από τη σημαία του. Από την άλλη, η επίτευξη του στόχου αυτού επωφελήθηκε στο έπακρο από τη βάναυση εκμετάλλευση των μεταναστών, πάνω στην οποία χτίστηκε το ελληνικό καταναλωτικό όνειρο και η “αναπτυγμένη Ελλάδα”. Η ελληνική άρχουσα τάξη κερδοφόρησε πατώντας στη δυσχερή οικονομική κατάσταση και τις ανάγκες των μεταναστών, ενώ κατάφερε να “ενώσει” την ελληνική κοινωνία κάτω από μία κουλτούρα ξέφρενης κατανάλωσης. Η έκρηξη του lifestyle και η απενοχοποίηση του πλούτου σήμαναν την απαρχή μιας εποχής φυγής μακριά από ενδοκοινωνικές αντιθέσεις (αριστερά-δεξιά, προλετάριοι- μικροαστοί-αφεντικά). Παράλληλα, ήρθαν να πατήσουν αφενός στην ήττα των κοινωνικών αγώνων του παρελθόντος, αφετέρου στην εντεινόμενη εξατομίκευση του πλήθους: τώρα πια δεν χρειάζεται να διεκδικείς συλλογικά το μισθό σου, αρκεί ένα καταναλωτικό δάνειο από την κοντινότερη τράπεζα. Και ο εθνικισμός με τη σειρά του, και με την αφοσιωμένη βοήθεια των ΜΜΕ αποτέλεσε άριστο εργαλείο στη περιθωριοποίηση και εκμετάλλευση των μεταναστών, νομιμοποιώντας την μεταχείριση τους ως ανθρώπων δεύτερης κατηγορίας, αλλά και χρησιμοποιώντας τους ως τον απαραίτητο “άλλο” που θα συσπειρώσει τους έλληνες.Οι μετανάστες και κυρίως οι αλβανοί μετατράπηκαν σε ανέκδοτα που συμπυκνώνουν την αποστροφή, σε εικόνες που βοηθούσαν τους “ντόπιους” να τα βολεύουν με τη μιζέρια τους, αφού πάντα “θα υπάρχουν και χειρότερα”. Αποτέλεσαν αναλώσιμο υλικό για την κατασκευή φόβων και εχθρικών στερεοτύπων, που τόνωσαν το αίσθημα εθνικής ομοψυχίας απέναντι στην αλλοεθνή “απειλή”.Ο δεκαετής εξευτελισμός των μεταναστών δεν έγινε από μηχανές. Αυτή η διαδικασία ήταν ενεργητική και γι’ αυτό δεν μπορούσε παρά να σημαδέψει την κοινωνία, κληρονομώντας έναν έρποντα κοινωνικό φασισμό. Αυτό γίνεται πιο ξεκάθαρο αν δούμε τα πάμπολλα παραδείγματα εθελοτυφλίας ή και ενεργητικής συμμετοχής ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας στην εκμετάλλευση και κακοποίηση των μεταναστών, στα εγκλήματα που τελούνται σε καθημερινή βάση στα σύνορα (βλ. Νάρκες, πνιγμοί) αλλά και στην ανάδειξη “πολιτικών ανδρών” με απόψεις εχθρικότατες προς τους μετανάστες και την παρουσία τους στην Ελλάδα (βλ.Ψωμιάδη). Βέβαια αυτή η εθνική συσπείρωση χρησιμοποιήθηκε και στην εδραίωση του δόγματος της ασφάλειας στην Ελλάδα. Το έθνος απειλούνταν παλιότερα από τον “εγκληματία μετανάστη”, τώρα απειλείται από την “παγκόσμια τρομοκρατία” (αν και στην Ελλάδα ίσως αυτό να μην είναι τόσο έντονο, ακόμη). Και γι’ αυτό πρέπει για μία ακόμη φορά ο καθένας να κάνει θυσίες για να εξασφαλίσει για τον εαυτό του, την Ευρώπη και τον κόσμο “μία ασφαλή χώρα”. Στο όνομα της ασφάλειας καταπατήθηκαν επανειλημμένα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, δαπανήθηκαν τεράστια ποσά και αναβαθμίστηκαν τα κρατικά και ιδιωτικά σώματα ασφαλείας (βλ. εταιρείες security). Η ασφάλεια προϋποθέτει ότι η κοινωνία αναγνωρίζει ως προστάτη της το κράτος, προϋποθέτει τη μοναξιά και την ανασφάλεια του καταναλωτικού πλήθους, την ενοποίησή του στη βάση των εθνικών συμφερόντων και ιδανικών. Η φιγούρα του πατριώτη σήμερα έχει υποστεί αλλαγές. Σίγουρα εξακολουθεί να προσφέρει την ευκαιρία για μια νοσταλγική ονειροπόληση, την ευκαιρία στον ψυχισμό του υποκειμένου να ανασυγκροτήσει με μυθικό τρόπο την απολεσθείσα οικειότητα της παράδοσης. Παρόλα αυτά, δεν παύει να είναι και ο τύπος του έλληνα που οραματίζεται μια επιτυχημένη ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Στα μέσα του ’90 αναδύθηκε ένας νέος ιδιότυπος πατριωτισμός με αφορμή το όραμα της ισχυρής Ελλάδας, όπως προαναφέραμε. Το πλειοψηφικό ρεύμα του εκσυγχρονισμού που διαπέρασε σχεδόν το σύνολο του πολιτικού φάσματος αλλά και των ταξικών σχέσεων αποτέλεσε την ιδεολογική στέγη του. Όσοι τόλμησαν να απεργήσουν εκείνη τη περίοδο ένιωσαν τον αυταρχισμό της νέας μορφής της εθνικής ενότητας. Σήμερα, η φιγούρα του πατριώτη έχει μετατοπιστεί σημαντικά προς μια διάχυτη λαϊκιστική περηφάνια του να είσαι έλληνας έτσι απλά, που ακόμη όμως βρίσκεται υπό διαμόρφωση, αλλά σίγουρα χωράει και “επιτυχημένους” μετανάστες. Εν ολίγοις, η νέα μορφή εθνικισμού που κυοφορούνταν από τις αρχές του ’90 αναδύθηκε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η διάχυση καταρχήν της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα των καθημερινών σχέσεων και η κοινωνική απαίτηση για ένα οργανωμένο στα ευρωπαϊκά πρότυπα κράτος θόλωσε το τοπίο των κοινωνικών αντιθέσεων. Σε ένα δεύτερο χρόνο οδήγησε σε μία σύμπλευση προσδοκιών και συμφερόντων ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας και των πιο δυναμικών τάσεων της εξουσίας.Ο πατριωτισμός της ισχυρής ελλάδας αποτέλεσε το ιδεολογικό περιτύλιγμα για την επίτευξη των βαθύτερων αυτών επιθυμιών. Το αποτέλεσμα: κερδοφορία για τα αφεντικά, η γλυκιά ζάλη του καταναλωτισμού για την κοινωνία, κοινωνική συναίνεση σε όλα τα μέτωπα.
η νέα σύνθεση της εθνικής ταυτότητας
–η σημαία ιδέα και η σημαία μπλουζάκι
Φτάνοντας λοιπόν στο “ελληνικό” καλοκαίρι δεν πρέπει να απορούμε για το κύμα εθνικιστικής υστερίας. Το πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα που κάποτε απαιτούσε περισσότερο κατανάλωση στο όνομα της ισχυρής ελλάδας ξέσπασε. Σε ένα βαθμό ήταν μια ευκαιριακή εκτόνωση που πυροδότησε όμως συμπεριφορές και στερεότυπα που τροφοδοτούνταν για χρόνια. Η ταυτότητα του έλληνα ισχυροποιήθηκε από την ολυμπιάδα και την “Πορτογαλία” οπλίζοντας το κοινωνικό σχηματισμό με περισσή αλαζονεία και αυταρέσκεια. Ο ελληνικός λαός κατέβηκε στους δρόμους. Ο ίδιος λαός που μόλις πρόσφατα κατέβαινε στους δρόμους φωνάζοντας “όχι στον πόλεμο”. Κοινοί παράγοντες συντέλεσαν στη ταύτιση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού με αμφότερες τις μαζικές εκδηλώσεις. Το μοναχικό πλήθος, ο θρυμματισμός των κοινωνικών σχέσεων από μία βίαια ανταγωνιστική κοινωνία έχει αφήσει το σύνολο της κοινωνίας με μία ανικανοποίητη ανάγκη του “ανήκειν”, ανάγκη για επικοινωνία με τους γύρω.Οι πανηγυρισμοί για το Euro πρόσφεραν μια λειψή, ανώδυνη και ακίνδυνη κάλυψη αυτής της ανάγκης, δίνοντας στο μοναχικό πλήθος μία ευκαιρία να συνευρεθεί, να νιώσει έστω και ένα ψεύτικο “μαζί”, να ταυτιστεί με κάτι κοινό, την “νίκη της ποδοσφαιρικής μας ομάδας”. Βέβαια αυτή η τονωμένη εθνική ταυτότητα δεν άργησε να στραφεί κατά του “άλλου” (αν και ουσιαστικά ποτέ δεν είχε πάψει να το κάνει). Με την πρώτη αποτυχία ξέσπασε το μίσος, 300 μετανάστες στα νοσοκομεία, 1 νεκρός. Η κίνηση αυτή έχει τη σημασία της, καθώς φωνάζει δυνατά πως δεν δέχεται έστω και συμβολικά να αμφισβητείται η ηγεμονία της, ακόμα και αν αφορά εικόνες ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Προστατεύει τον ελληνικό τρόπο ζωής, την ισχύ των ισορροπιών. Στη πραγματικότητα όμως η βία εκείνης της ημέρας δεν ήταν παρά μια ακρότητα, μια εξαίρεση στην καθημερινή, θεσμική και μη, βία. Η κοινωνία δεν χρειάζεται πια να κάνει βαλκανικούς πολέμους ή να εξαπολύει κυνήγι μεταναστών. Υπάρχουν μισθοφόροι επαγγελματίες γι’ αυτό. Αυτό που έχει σημασία είναι η κοινωνία είτε να αδιαφορεί είτε να συναινεί στην εθνική επιθετικότητα, που κάποια από τα οφέλη της τα γεύεται ούτως ή άλλως.Ο πυρήνας της βίας συνεπώς, βρίσκεται σε αυτούς που δεν κατέβηκαν να δείρουν μετανάστες. Η βία κατοικεί στη συναίνεση που εδραιώθηκε στο όνομα της εθνικής ενότητας και δικαιολόγησε την παγερή σιωπή για τα εργατικά ατυχήματα στο ολυμπιακό χωριό αλλά και για την οικολογική καταστροφή. Την παγερή σιωπή για την εκμετάλλευση χιλιάδων βαλκάνιων προλετάριων από τους έλληνες επενδυτές. Την συγκαταβατική αδιαφορία για τον ελληνικό στρατό που εκστρατεύει στα Βαλκάνια αλλά τον οργισμένο αντιαμερικανισμό για τα αμερικάνικα στρατεύματα στο Ιράκ. Ένα ακόμη σημείο των αντιστασιακών μυθολογιών (ο αντιαμερικανισμός) που κατέληξε να απενοχοποιεί την εκμετάλλευση, τον πόλεμο, στον τόπο όπου ζούμε, δαιμονοποιώντας κάτι μακρινό, εξωτικό άρα και βολικό, τους αμερικάνους.Ο ανάστροφος εθνικισμός του αντιαμερικανισμού όπλισε την συναίνεση στο εσωτερικό από την εποχή του πολέμου στο Κόσοβο, ή και του ζητήματος “Οτσαλάν” λίγο παλιότερα, μέχρι και στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις για το Ιράκ. Η ελληνική αριστερά υπήρξε η μήτρα του αντιμπεριαλιστικού εθνικισμού. Και βέβαια, σε μία κοινωνία όπου σχέσεις, συμπεριφορές και ανάγκες μετατρέπονται σε εμπορεύματα, θα ήταν παράδοξο, η τόνωση της εθνικής ταυτότητας να μην ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Έτσι το ιδανικό, η “ισχυρή Ελλάδα” συμπυκνώθηκε σε μπλουζάκια και μπρελόκ, σε ένα κύμα “ελληνοκεντρικής” κατανάλωσης, σε έναν με πρώτη ματιά ανώδυνο εθνικισμό.Ο καταναλωτισμός και η εμπορευματοποίηση έπαιξαν και εδώ τον αναπόσπαστο ρόλο τους προσφέροντας νέα προϊόντα. Το κύμα αυτό ήταν μια τονωτική ένεση για τον καταναλωτισμό, που εξυπηρέτησε στην αναζωογόνησή του, ανοίγοντας νέα πεδία εκμετάλλευσης για τη κατανάλωση. Από την πλευρά του βέβαια και ο καταναλωτισμός έδωσε τη χροιά του στα νέα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της, έστω και υπό συνθήκες “ευτελισμού” και εμπορευματοποίησης της. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το κράτος δεν χρειάζεται πια έλληνες που θα πεθαίνουν για τη πατρίδα τους κα θα κάνουν τα πάντα γι’ αυτή, αλλά ανθρώπους που θα κλείνουν τα μάτια και θα συναινούν στα εγκλήματα του ίδιου του κράτους, από τη καταστολή των κοινωνικών και εργατικών αγώνων, στη βίαιη εκμετάλλευση των μεταναστών και τη συμμετοχή σε “εκστρατείες κατά της τρομοκρατίας”.
Κατάληψη Φάμπρικα-Υφανέτ
Θεσσαλονίκη, Οκτώβρης 2004